Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Αντώνης Καφετζόπουλος μιλάει για το «Ασπρο Μαύρο» που ανεβάζει στο Θέατρο Επί Κολωνώ, ένα έργο του Αμερικανού Κόρμακ Μακάρθι, όπου δύο εντελώς διαφορετικοί άνδρες αναμετριούνται με φόντο την ουσία της ζωής και την αναζήτηση νοήματος.

Η πρόβα έχει μόλις τελειώσει. Βρισκόμαστε στο Θέατρο Επί Κολωνώ, στον προαύλιο χώρο. Τα κουνούπια είναι ιδιαιτέρως επιθετικά αυτό το απόγευμα του Σεπτεμβρίου. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος ανάβει ένα «φιδάκι» και μόνο τότε προσέχω το σκούρο κοντομάνικο μπλουζάκι που φοράει. Μια φάλαινα και μια φράση στα αγγλικά: Call me Ishmael (Λέγε με Ισμαήλ). Η περίφημη αρχή του μυθιστορήματος «Μόμπι Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ, ασφαλώς.
Πολύ ταιριαστό, σκέφτομαι, καθώς παίρνουμε τις θέσεις μας στο άνετο τραπέζι. Εχω έρθει να συζητήσω μαζί του για το έργο του Κόρμακ Μακάρθι που μετέφρασε και σκηνοθετεί ο ίδιος ετούτη την περίοδο (πρεμιέρα στις 21 Οκτωβρίου) και στο οποίο συμπρωταγωνιστεί με τον Ζερόμ Καλούτα. Το «The Sunset Limited» (2006) ανήκει στις δύο σπάνιες δραματουργίες του κορυφαίου αμερικανού πεζογράφου, το προσδιόριζε μάλιστα εκείνος ως «ένα μυθιστόρημα σε θεατρική φόρμα».
Ο Καφετζόπουλος, βασισμένος στους κεντρικούς ήρωες της ιστορίας, τόσο στα διαφορετικά χρώματα της επιδερμίδας τους όσο και στις εντελώς αντίθετες κοσμοαντιλήψεις τους, προσάρμοσε τον ελληνικό τίτλο έγκυρα και λειτουργικά, τον έκανε «Ασπρο Μαύρο» (δεδομένου ότι ο πρωτότυπος παραπέμπει σε ένα αμερικανικό τρένο). Ο Καφετζόπουλος έχει περιγράψει σαν «κεραυνοβόλο έρωτα» την πρώτη επαφή με τη λογοτεχνία του Μακάρθι. Ο έρωτας, στην περίπτωση του Μακάρθι, έρχεται βεβαίως μετά από έναν αναγνωστικό κλονισμό για τους περισσότερους.
«Τον είχα ακουστά τον Μακάρθι. Ηξερα πόσο σπουδαίος ήταν, μέσα στην παράδοση του Μέλβιλ και του Φόκνερ. Πριν από περίπου δύο χρόνια βρήκα τον χρόνο και διάβασα τον “Αιματοβαμμένο μεσημβρινό”. Τον θαύμασα, τον σεβάστηκα. Με καλύπτει αυτός ο συγγραφέας, θεματικά και μορφολογικά. Ομως, δεν μου αρέσει μόνο το λιτό ύφος του, ταυτίζομαι μαζί του και φιλοσοφικά, ας πούμε. Με τις αντιλήψεις που, σε γενικές γραμμές, φαίνεται να υποστηρίζει ή να εκφράζει ο ίδιος. Διότι, από την άλλη μεριά, ποτέ κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσο συμφωνεί με κάποιον έχοντας απλώς διαβάσει τα βιβλία του» δηλώνει στο «Βήμα» ο Αντώνης Καφετζόπουλος.
Ο Μακάρθι υπήρξε συγγραφέας απαιτητικός, σκληρός, βαθύς, οντολογικός. Με μια ζοφερή αντίληψη για τη βία της ανθρώπινης φύσης, τη σκοτεινή πορεία του κόσμου. «Ενας πολύ απαισιόδοξος συγγραφέας για έναν πολύ απαισιόδοξο ηθοποιό! Στην πραγματικότητα, αυτό που λέει ο Μακάρθι, κατά τη γνώμη μου, είναι πως η σύγκρουση είναι η μητέρα των πάντων. Πόσο αλήθεια είναι αυτό… Και στη φύση, σε όλες τις κλίμακες, σε κάθε οργανισμό, και μέσα μας. Δεν το συνειδητοποιούμε εύκολα, όμως έτσι ακριβώς είναι. Ακόμα και οι ασθένειες είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων του εξωτερικού περιβάλλοντος και υφιστάμενων εσωτερικών ζητημάτων. Οι άλλες συγκρούσεις μάλιστα, ανάμεσα στον συνειδητό νου και στον ασυνείδητο εαυτό μας, αποβαίνουν συχνότατα καταστροφικές. Η σύγκρουση, λοιπόν, δεν είναι μόνο η μητέρα των πάντων αλλά και η κινητήρια δύναμη της πολυπλοκότητας στον πλανήτη. Λίγο-πολύ αυτό λέει ο Μακάρθι. Αυτό λέω εγώ, τέλος πάντων» συμπληρώνει ο Καφετζόπουλος που είναι σεσημασμένος λάτρης της επιστήμης, όπως υπήρξε και ο Μακάρθι άλλωστε, καθ’ όλη τη διάρκεια του βίου του (εξέχων «συνοδοιπόρος» του Ινστιτούτου της Σάντα Φε).
Το έργο, το «Aσπρο Μαύρο», συνιστά μια πολύπλευρη αναμέτρηση μεταξύ δύο ανδρών, του Λευκού (ο καθηγητής White, που έχει εξαντλήσει τα αποθέματα του ορθολογισμού του και έχει μετατρέψει την απελπισία σε κυνισμό) και του Μαύρου (του κυρίου Black, σημαδεμένος αυτός από το παρελθόν του στη φυλακή αλλά και θρησκευόμενος).
Ο Μαύρος έχει μόλις σώσει τον Λευκό από την αυτοκτονία και πλέον τα λένε σε ένα δωμάτιο, επιδίδονται σε έναν απρόβλεπτο (πνευματικό και υπαρξιακό) αγώνα λόγων. «Από την ώρα που διάβασα το έργο, κατάλαβα ότι δεν θα είχε αξία να το ανεβάσω αλλιώς, κατάλαβα ότι έπρεπε να το κάνω παρέα με έναν αφροέλληνα ηθοποιό. Και είχα εξ αρχής στο μυαλό μου τον Ζερόμ, για το ταλέντο του, τις υποκριτικές ποιότητές του, την ενσυναίσθησή του. Ο ήρωας του Ζερόμ βλέπει τα πράγματα με μια πιο θετική ματιά. Ο δικός μου με μια ματιά εξόχως αρνητική. Ο Μακάρθι φτιάχνει μια ισορροπία με τους διαλόγους του. Κι ενώ ξεδιπλώνονται δύο διαφορετικά σύμπαντα, με ένταση, με πόλωση, βρίσκουν σταδιακά τον τρόπο να έρθουν πιο κοντά αυτοί οι δυο, να νιώσουν οικεία ο ένας με τη συντροφιά του άλλου» τονίζει ο Καφετζόπουλος.
Ποιο είναι το βασικό διακύβευμα εν προκειμένω, τον ρωτάω. «Η ζωή του Λευκού. Το νόημα της ζωής του Λευκού. Ο Λευκός δεν βρίσκει νόημα πουθενά. Τα πάντα είναι μάταια. Αυτό αισθάνεται ο Λευκός, πυρηνικά, δεν είναι απλώς η σκέψη του, αυτό φωλιάζει πια μέσα στην καρδιά του. Κατά τα φαινόμενα, το ίδιο συμμεριζόταν και ο Μακάρθι. Oμως δεν συνέθεσε ένα έργο μαχητικό υπέρ των δικών του πεποιθήσεων ή αισθημάτων, αυτό είναι το ενδιαφέρον, αυτό είναι που καθιστά το κείμενο απολαυστικό. Το κείμενο είναι πολύ σαρκαστικό. Από μια άποψη, δηλαδή, ο ένας δουλεύει και προκαλεί τον άλλον συνεχώς, ο Λευκός τον Μαύρο και ο Μαύρος τον Λευκό» συνεχίζει ο Καφετζόπουλος.
Και διασαφηνίζει. «Προσέξτε, δεν μιλάμε για πλακίτσα. Είναι άλλο ο σαρκασμός που κατέρχεται στο βάθος των πραγμάτων, κι άλλο η πλακίτσα. Οι βαθιές ιδέες ούτε φοβούνται ούτε έχουν ανάγκη από έναν σαρκασμό σαν ανώδυνη πλακίτσα. Ο σαρκασμός είναι κομμάτι της φύσης μας, του τρόπου που συνυπάρχουμε, των κοινωνιών μας. Παρακολουθούμε δύο ευφυείς ανθρώπους, αφενός, να συγκρούονται ουσιαστικά και, αφετέρου, να συναρπάζει ο ένας τον άλλον. Oλα αυτά δεν είναι κάποια πόζα, είναι μια τραγική αγωνία για την αλήθεια. Και αυτή την αγωνία θέλουμε να μεταδώσουμε στο κοινό».
Διακύβευμα του έργου επίσης, επισημαίνω στον Αντώνη Καφετζόπουλο, είναι και η πίστη, όχι με τη θρησκευτική έννοια αναγκαστικά, ως μηχανισμός επιβίωσης περισσότερο. «Ναι, έχουμε κι αυτόν τον προβληματισμό στο υπόβαθρο της παράστασης, τα κουβεντιάζουμε στις πρόβες μας. Προσπαθούμε όλα να προκύπτουν οργανικά. Ξέρετε, οι άνθρωποι μιλάνε και οφείλουμε να παρακολουθούμε όσα λένε. Το θέατρο για μένα είναι μια πράξη εξαπάτησης, με ορίζοντα εκείνα τα μαγικά δευτερόλεπτα που χανόμαστε και πιστεύουμε ότι, με το σώμα και με την ψυχή μας, έχουμε βρεθεί σε ένα παράλληλο σύμπαν το οποίο θα μπορούσε να είναι εξίσου αληθινό με αυτό που βιώνουμε στην πραγματικότητα. Για να γίνει όμως αυτό, για να εξαπατηθούμε μέσω της τέχνης, πρέπει να μη φαίνονται τα τούβλα της κατασκευής μας, να μην παίζουμε, να αφήνουμε στην άκρη τη θεατρίλα» μου απαντά.
«Η τέχνη είναι ο τρόπος που έχει επινοήσει η ανθρωπότητα για να σχολιάζει τον εαυτό της σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η τέχνη δεν αλλάζει άμεσα τις κοινωνίες. Παρεμβαίνει σε αυτές και τις σχολιάζει έμμεσα. Κι αυτή είναι η χρησιμότητά της, μοναδική στο είδος της. Η τέχνη δεν σχολιάζει για να μαζέψει ψήφους, ούτε για να μαζέψει λεφτά. Αυτά μπορούν να συμβούν όντως σε συγκεκριμένους καλλιτέχνες, δεν συμβαίνουν εν γένει στην τέχνη» καταλήγει.
Στα νιάτα του ο Αντώνης Καφετζόπουλος λαχταρούσε να γίνει σκηνοθέτης του κινηματογράφου. «Στα δεκάξι, δεκαεφτά, είδα την ταινία “Οι υπέροχοι Aμπερσον” του Oρσον Γουέλς. Oταν λέω την είδα, εννοώ πολλές φορές, απανωτά, την ίδια μέρα. Eλεγα μέσα μου, τι ήταν αυτό, ποιος ήταν αυτός, θέλω να γίνω σαν αυτόν και να κάνω αυτό». Η μετέπειτα πορεία του δεν ήταν ακριβώς αυτή, πλην όμως πολλές από τις ερμηνείες του στο σινεμά έχουν αποσπάσει διεθνείς διακρίσεις.
Η πρώτη ανεπίσημη εμφάνισή του επί σκηνής ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970, «όταν ο Μιχαηλίδης και η Σπυράτου με πήραν από τo ταμείο, όπου εργαζόμουν, για να παίξω, επειδή κάποιος είχε φύγει». Η πρώτη επίσημη πάλι ήρθε μερικά χρόνια αργότερα, στο γύρισμα της δεκαετίας, με τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φιλίπο, στην παράσταση που πρωταγωνιστούσε η Eλλη Λαμπέτη, μια «ηθοποιός πολύ μπροστά από την εποχή της».
Eκανε στη ζωή του, αναρωτιέμαι φωναχτά, όσο θέατρο θα ήθελε; «Με τίποτα, κανείς δεν μπορεί να το πει αυτό. Το θέατρο δεν είναι ποτέ αρκετό, ό,τι κι αν έχεις κάνει. Σε αυτή τη φάση επικεντρώνομαι μόνο σε όσα θέλω πραγματικά να κάνω, εξ ου και επιλέγω εσχάτως μικρούς χώρους για τις δουλειές μου».
Ο Καφετζόπουλος ξέρει καλά ότι οι περισσότεροι (κάμποσες γενιές δηλαδή) τον συνδέουν ακόμα με τον Ανδρέα, τον «Ακάλυπτο» της τηλεοπτικής επιτυχίας «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή» (1997-2000). Τον ενοχλεί αυτό; Το βρίσκει κάπως άδικο; «Καθόλου! Hταν ένας υπέροχος ρόλος. Και πολύ δημιουργική διαδικασία για μένα. Διότι δεν υπάρχουν έτοιμοι ρόλοι. Δεν είναι απλώς κουκκίδες πάνω στο χαρτί. Οι ρόλοι φτιάχνονται. Είναι αυτό που ο καθένας συγκροτεί με ό,τι διαθέτει και το παρουσιάζει όσο πιο ολοκληρωμένα μπορεί».
Ο Καφετζόπουλος, πάντοτε μετρημένος, φορά το καπέλο του και με αποχαιρετά κάπως κουρασμένος, με το ύφος ωστόσο του ανθρώπου που κάνει ό,τι αγαπά.
Πηγή: Γρηγόρης Μπέκος, το βήμα, 26/09/2025




