Η Ελένη Σκότη μιλάει στο ελc για τη “Linda”, την ομορφιά και το γήρας

17 Νοέ, 2024 | @, άρθρα

Η Ελένη Σκότη μιλάει στο ελc για τη “Linda”, την ομορφιά και το γήρας

17 Νοέ, 2024 | @, άρθρα

«Βραβευμένη για τις δράσεις μου στην επιχείρηση χωρίς καν να έχω βγάλει πανεπιστήμιο. Μητέρα δύο παιδιών. Με έναν υπέροχο σύζυγο. Που ξέρω να αλλάζω λάστιχο, που έχω δικό μου σπίτι, που όλοι θαυμάζουν τη μαγειρική μου και που μπορώ να φοράω το ίδιο νούμερο ρούχα όπως πριν από 15 χρόνια. Τα κατάφερα. Έφτασα πλέον στην κορυφή!».

Λόγια της Λίντα Γουάιλντ, μίας πετυχημένης γυναίκας, που πιστεύει ότι έχει κατακτήσει την κορυφή και ότι αυτή θα της ανήκει στο διηνεκές. Κι όμως το έργο της Πενέλοπι Σκίνερ δεν αποτελεί ένα success story. Πρόκειται για την ιστορία της εκκωφαντικής και απότομης πτώσης μιας σύγχρονης τραγικής ηρωίδας.

Το έργο “Linda” είναι ένα θεατρικό δράμα που έκανε πρεμιέρα το 2015 στο Royal Court Theatre στο Λονδίνο και φέτος ανεβαίνει στο Θέατρο Επί κολωνώ σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. Ένα σύγχρονο, τολμηρό δράμα που επικεντρώνεται σε ζητήματα ηλικίας, φύλου, ομορφιάς και γυναικείας ταυτότητας.

«Ήμουν ανάμεσα σε δύο έργα για φέτος», μοιράζεται στο ελc η Ελένη Σκότη, «και τελικά αυτό ήταν ο νικητής. Όλη τη χρονιά διαβάζω έργα σκεπτόμενη την επόμενη παραγωγή. Η τελική απόφαση βασίζεται πάντα στο ένστικτό μου και στη φάση που βρίσκομαι εκείνη τη στιγμή στη ζωή μου. Αυτό το έργο ήρθε σε μια στιγμή που με ενδιέφερε προσωπικά και έτσι ταυτίστηκα».

Ένα έργο που εξετάζει τη ζωή της Λίντα, μιας γυναίκας στα πενήντα της, η οποία εργάζεται ως ανώτερη διευθύντρια σε μια μεγάλη εταιρεία καλλυντικών. Η Λίντα είναι δυναμική, φιλόδοξη και φαίνεται ότι έχει όλα όσα θα ήθελε: μια επιτυχημένη καριέρα, μια ευτυχισμένη οικογένεια και μια επιβεβαιωμένη θέση στην κοινωνία. Σύντομα η ζωή της και όλα όσα έχει καταφέρει, αρχίζουν να καταρρέουν.

Κάνοντας μια εισαγωγή στο έργο η Ελένη Σκότη αναφέρει:

«Πρόκειται για ένα έργο πολύ ενδιαφέρον, το οποίο προσεγγίζει το θέμα της γήρανσης για μια γυναίκα και πώς μεγαλώνοντας, σε αντίθεση με τον άντρα, νιώθει αόρατη. Αν και οι γυναίκες έχουμε κατακτήσει πολλούς αγώνες, δυστυχώς παραμένουμε φορτωμένες με πολλές απαιτήσεις από τους πολλαπλούς μας ρόλους. Το έργο αφορά μια γυναίκα δυναμική που έφθασε στην κορυφή δουλεύοντας σκληρά αλλά πλησιάζοντας τώρα στα πενήντα βρίσκεται στο περιθώριο και όλα όσα έχει καταφέρει δεν εκτιμούνται. Παράλληλα, στην προσπάθειά της να αγγίξει την επαγγελματική κορυφή όλα αυτά τα προηγούμενα χρόνια, έχασε πολλές από τις οικογενειακές της στιγμές, έχασε πολλά από τις στιγμές της ως μητέρα. Είναι απούσα από τη ζωή των δύο παιδιών της. Είμαι σίγουρη πως κάθε γυναίκα σήμερα μπορεί να ταυτιστεί με την ηρωίδα».

Η Λίντα προσπαθεί να αντισταθεί στις κοινωνικές επιταγές γύρω από την ομορφιά και το γήρας, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τις πιέσεις της οικογένειας και της εργασίας της. Η διαδρομή προς την κορυφή και η απόλυτη αφοσίωση στη δουλειά της έχουν παρασύρει όλα τα άλλα στη ζωή της. Το έργο θίγει σημαντικά θέματα, όπως η σεξιστική αντιμετώπιση των γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας, η εξάντληση που φέρνει η προσπάθεια για τελειότητα, και η κοινωνική πίεση να παραμείνει κανείς νέος, δυναμικός και όμορφος.

Η Πενέλοπι Σκίνερ, γνωστή για τα έργα της που αφορούν τη γυναικεία εμπειρία, χρησιμοποιεί τη Λίντα ως έναν σύνθετο χαρακτήρα για να αναδείξει τα σύγχρονα ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στον χώρο εργασίας, στην οικογένεια και στην κοινωνία γενικότερα. Ένα πολυεπίπεδο έργο με πολλαπλά ζητήματα. Σε μια κοινωνία που συχνά προβάλλει τη νεότητα ως ιδανικό και συνδέει την επαγγελματική επιτυχία με τη ζωτικότητα και τη νεανική ενέργεια, η γήρανση μπορεί να φαντάζει σαν απώλεια προνομίων ή ευκαιριών. Πόσο δύσκολο είναι να συμπτύξεις αυτά τα νοήματα, να θέσεις προβληματισμούς και να φωτίσεις όλες τις θεατές και αθέατες όψεις του νομίσματος που μια γυναίκα πληρώνει προκειμένου να αποκτήσει μια καριέρα να την κρατήσει, όταν όλοι την πιέζουν ή την ωθούν να αναθρέψει με φροντίδα τα παιδιά της μέσα σε μια υγιή οικογένεια; ρωτάω την Ελένη Σκότη:

«Η Σκίνερ θίγει πολλά θέματα στο έργο της, κι αυτό είναι αλήθεια. Γι’ αυτό και επιλέξαμε με προσοχή να εστιάσουμε σε όσα θεωρούμε πιο σημαντικά. Κινούμαστε λοιπόν σε τρεις βασικούς άξονες: το γήρας και την περιθωριοποίηση της γυναίκας, τη δυναμική της επιτυχημένης γυναίκας σε σχέση με την οικογένεια και τη σύνδεση του γήρατος με την ομορφιά, και τα κοινωνικά πρότυπα».


Το γήρας και η ομορφιά είναι δύο έννοιες που παραδοσιακά φαίνονται αντιθετικές, καθώς η κοινωνία συνήθως συνδέει την ομορφιά με τη νεότητα. Πώς βλέπει άραγε η Ελένη Σκότη τη σύνθεση αυτών των δύο εννοιών;

«Με στενοχωρεί βαθιά και ταυτόχρονα με θυμώνει η κατάσταση που βιώνουν οι γυναίκες, ξεκινώντας κιόλας πλέον από την εφηβική ηλικία. Εκτεθειμένες καθημερινά στα απαιτητικά πρότυπα ομορφιάς μέσα από τα ψηφιακά μέσα, μεγαλώνουν με την αντίληψη ότι η γήρανση είναι κάτι τρομακτικό, κάτι που πρέπει να αποφύγουν πάση θυσία. Προσωπικά, ποτέ δεν με ενδιέφερε η εξωτερική ομορφιά, αλλά μέσα από αυτό το έργο έχω εμβαθύνει στο θέμα και προβληματίζομαι έντονα με όλα όσα συνεπάγεται».

Και είναι αλήθεια ότι η ανθρώπινη τάση να αναζητά το ελιξίριο της ζωής, ένα σύμβολο αθανασίας και αιώνιας νεότητας, αποτελεί έναν από τους παλαιότερους και πιο βαθιά ριζωμένους μύθους της ανθρωπότητας. Στη σημερινή εποχή, το κυνήγι της ομορφιάς και της νεότητας γίνεται παιχνίδι για πιο μικρές ηλικίες, αποτυπώνοντας έτσι την τρομακτική διάσταση που έχει αποκτήσει:

«Μέχρι τα 30 σου πλέον πρέπει να έχεις πετύχει, ειδικά στην Αμερική όλα γίνονται με μεγάλη ταχύτητα ενώ ταυτόχρονα υπάρχει μια διαρκής προώθηση της νεανικής προσέγγισης σε όλα τα πεδία, στη σκέψη, στην εμφάνιση, στη διατροφή, στη ζωή σου σε κάθε βήμα, ακόμα και στον θάνατο που όλα πρέπει να δείχνουν όμορφα. Ευτυχώς στην Ευρώπη παραμένουμε λίγο πιο σοφοί».

Από τη μία πλευρά, η Λίντα, η ηρωίδα του έργου, μπορεί να φανεί ως μια γυναίκα άξια θαυμασμού για την επιμονή και την αυτοπεποίθησή της, και από την άλλη πλευρά, η εμμονή της με τη νεότητα και την εξωτερική ομορφιά μπορεί να την καθιστά παγιδευμένη σε ένα σύστημα αξιών που την οδηγεί σε απομόνωση και εσωτερική σύγκρουση. Θα κριθεί τελικά για τις επιλογές από τους θεατές; Η απόφαση για το αν η ηρωίδα κρίνεται θετικά ή αρνητικά εξαρτάται από την οπτική του καθενός; ρωτάω την Ελένη Σκότη:

«Σίγουρα θα κριθεί. Αλλά αυτό που επιδιώκω εγώ είναι να προβάλλω και τις θετικές προθέσεις της, παρόλη τη σκοτεινή φιγούρα της. Είναι μια γυναίκα ανταγωνιστική αλλά δεν πατάει επί πτωμάτων για να πετύχει τους σκοπούς της. Δεν είναι ανήθικη. Είναι οραματίστρια, έχει αξίες. Και σίγουρα είναι μια παράσταση που θα προβληματίσει τους θεατές θέτοντας ερωτήματα για τη δική τους ζωή, τις προτεραιότητές τους, τη δουλειά τους».


Η Λίντα είναι μια γυναίκα που αγαπάει τη δουλειά της και έχει αφοσιωθεί ολοκληρωτικά σε αυτή. Είναι μια σύγχρονη ηρωίδα της εποχής μας που επιδιώκει την ανεξαρτησία της, μα συνάμα παλεύει να ξεπεράσει τις δικές της αδυναμίες και φόβους. Πόσο ταυτίζεται με τη Λίντα σε αυτό το σημείο η Ελένη Σκότη; Αγαπάει το ίδιο παθιασμένα τη δουλειά της;

«Δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτα διαφορετικό στη ζωή μου. Την καταλαβαίνω απόλυτα. Έχω αναρωτηθεί πολλές φορές τι θα έκανα στη ζωή μου αν δε μπορούσα να σκηνοθετήσω. Και η απάντηση που δίνω στον εαυτό μου, είναι ότι πραγματικά δεν ξέρω. Όταν βρίσκομαι μέσα στο Θέατρο, ό,τι κι αν συμβαίνει στη ζωή μου μπαίνει σε μια τάξη. Καταφέρνω να εστιάσω, να συγκεντρωθώ. Η ενασχόλησή μου με το θέατρο ήταν κάτι ύψιστο, μου έδωσε σπουδαία δώρα, έδωσε νόημα στη ζωή μου. Όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε μορφή τέχνης. Η τέχνη είναι βάλσαμο, είναι θεραπεία στη ζωή».

Έχοντας πλέον διαβεί την έκτη δεκαετία της ζωής της, η Ελένη Σκότη είναι χορτασμένη από μια ζωή βουτηγμένη στη θεατρική σκηνή. Για περισσότερο από δύο δεκαετίες έχει αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στην υπηρεσία της τέχνης της, είτε σκηνοθετώντας την ομάδα ΝΑΜΑ που συντροφιά με το Γιώργο Χατζηνικολάου συνίδρυσε, είτε διδάσκοντας την επόμενη γενιά ηθοποιών:

«Το θέατρο υπήρξε ο μοναδικός σύντροφος της ζωής μου. Μαζί του έχω δημιουργήσει μια σχέση που φροντίζω: το τρέφω, το αγαπώ, το προστατεύω, νιώθω τεράστια ευγνωμοσύνη. Μου είναι αδύνατον να το αφήσω και δεν πιστεύω ότι θα με αφήσει», μοιράζεται με ειλικρίνεια σκεπτόμενη αντίστοιχα τη σχέση εξάρτησης της ηρωίδας του έργου με τη δική της δουλειά. «Ξέρω ωστόσο ότι μεγαλώνοντας, όταν έρθει κάποια στιγμή που χρειαστεί να το σταματήσω, θα αναζητώ νέες μορφές έκφρασης όπως η ζωγραφική ή η κηπουρική που λατρεύω».

Οι πρώτες της σκηνοθετικές απόπειρες είχαν ξεκινήσει από την τρυφερή κιόλας ηλικία των τεσσάρων και πέντε ετών. Θυμάται τον εαυτό της να δημιουργεί χώρους μέσα στο παιδικό της δωμάτιο και να βάζει διάφορα αντικείμενα να κινούνται και να αλληλεπιδρούν μέσα σε αυτούς τους αυτοσχέδιους λιλιπούτειους χώρους: «Μεγαλώνοντας, έβαζα την αδελφή μου να υποδύεται ρόλους, δίνοντάς τις οδηγίες μέσα στον χώρο ενώ λίγο αργότερα στήνω τις πρώτες μου μικρές παραστάσεις στη γειτονιά μας».

Στην απόφαση των γονιών της να τη στείλουν εσωτερική σε Κολέγιο Θηλέων της Ουάσιγκτον, φωτεινή ηλιαχτίδα σε αυτές τις «σκοτεινές μέρες» που θα βιώσει στο Κολέγιο ήταν το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του:

«Με θυμάμαι να κλαίω συνέχεια, ήταν μία από τις χειρότερες εμπειρίες της ζωής μου. Υπέφερα πραγματικά. Εκεί βίωσα το bullying. Ζούσαμε τότε στην Υεμένη, ο μπαμπάς μου ήταν διπλωμάτης, και κυριολεκτικά ερχόμουν από την έρημο, η εμφάνισή μου ήταν τελείως διαφορετική από τους γόνους των καλών οικογενειών. Εκείνη την περίοδο την θυμάμαι πολύ σκοτεινή. Και το θέατρο ήταν αυτό που με κράτησε». Θα γυρίσει τελικά Ελλάδα, αφού πρώτα θα ολοκληρώσει τον κύκλο σπουδών της από τη Νέα Υόρκη ως το Λονδίνο. Στην Αθήνα θα ξεκινήσει αμέσως διδασκαλία αλλά και σκηνοθεσία βάζοντας τα θεμέλια της μετέπειτα καριέρας της.

Εκφράστρια του ρεαλιστικού θεάτρου υπηρετεί με επιτυχία το σύγχρονο θέατρο με έργα που αγγίζουν την κοινωνική πραγματικότητα, αποτυπώνουν ζητήματα που αφορούν την επικαιρότητα, φωτίζοντας τις ανθρώπινες σχέσεις και τα προβλήματα της εποχής, εστιάζοντας στη βαθιά εξερεύνηση των χαρακτήρων και των εσωτερικών συγκρούσεων, δημιουργώντας μια αίσθηση «ζωντανής» εμπειρίας για το κοινό στην οποία οι θεατές βρίσκουν σημεία ταύτισης. Ως θεατής φλερτάρει και απολαμβάνει τις μεταμοντέρνες παραστάσεις και αναρωτιέμαι αν θα ανέβαζε ποτέ μια τέτοια παράσταση:

«Θα ήθελα πάρα πολύ αλλά είναι ένα είδος που δεν γνωρίζω καλά. Αν και στο μεταπτυχιακό μου καταπιάστηκα με τον υπερρεαλισμό αποδίδοντας την «Αντιγόνη» μέσα από κινησιολογία Τάι τσι με μάσκες, δεν έχω ασχοληθεί εκ βαθέων. Πριν από λίγα χρόνια, είχαμε δουλέψει πάνω στο έργο «Δύναμη του σκότους», πειραματιζόμενη τότε με την αφηγηματική μορφή και προσθέτοντας μόνο κάποιες ρεαλιστικές στιγμές. Ήταν μια εμπειρία που απόλαυσα και θα ήθελα να επαναλάβω. Ωστόσο, δεν είναι κάτι εύκολο. Απαιτεί συνεργάτες με την κατάλληλη προσέγγιση και αρκετό χρόνο για να μπορέσω να επικεντρωθώ σε αυτό. Δυστυχώς, σήμερα τα χρονικά περιθώρια είναι συχνά ασφυκτικά και οι παραγωγές αλλάζουν διαρκώς. Αγαπώ όμως το ρεαλιστικό θέατρο και ως λάτρης της ψυχολογίας μπορώ να εμβαθύνω στους χαρακτήρες και στις εσωτερικές τους συγκρούσεις».

Και αυτό σκοπεύει να συνεχίσει να κάνει, για πολλά ακόμα εύχομαι χρόνια.

Info παράστασης: Linda | Θέατρο Επί Κολωνώ

 

Πηγή: Πέπη Νικολοπούλου, ελculture, 14/11/2024

Νεφέλη Τραγίδη