Η ηρωίδα της παράστασης που θάβεται ζωντανή, γιατί τόλμησε να υπερβεί το ταμπού της παρθενίας, ονομάζεται Μηλιά, αλλά δεν νομίζω πως αυτή η επιλογή προέρχεται από το δέντρο. Νομίζω πως προέρχεται από το ρήμα “μιλάω”, γιατί αυτό ακριβώς κάνει η Μηλιά: μιλάει για πρώτη φορά και μιλάει ως νεκρή, γιατί ως ζωντανή δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από τη σιγή και την τυφλή υποταγή στον ρόλο της μηχανής παραγωγής νοικοκυροσύνης, απογόνων και κτηνώδους ηδονής.
Μέσα σε ένα απόκοσμο σκηνικό και μία εξίσου απόκοσμη μουσική υπόκρουση, μ’ έναν λόγο λυρικό που ρέει σαν τη δική της βαθιά αθωότητα, μιλάει σε όλους και σε κανέναν, γιατί, για να καταλάβεις τις λέξεις που εκφέρει κάποιος, πρέπει να τις γνωρίζεις και δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι, ακόμα και σήμερα, γνωρίζουν τις λέξεις “έρωτας”, “νύχτα” και “χώμα”. Η σιγή της απέναντι στους διώκτες της δεν είναι μία πράξη παθητικής αποδοχής του αμαρτήματός της, αλλά μία περήφανη απαξίωση της αναισθησίας και της σκληρότητας, της ανικανότητας υπέρβασης απάνθρωπων κανόνων και προστασίας της δικής της ομορφιάς που δεν την μπλέκει με την ασχήμια του χρόνου. Μία παράσταση γροθιά στο στομάχι, με κορυφώσεις μίσους και σπαραγμού, με μία κίνηση των σωμάτων που αποπνέει τον ασφυκτικό εγκλεισμό τους και που τελειώνει με παρατεταμένες κραυγές από τις τρεις γυναίκες που πλέκουν το σάβανο της ηρωίδας, συμβολίζοντας -νομίζω- το σώμα, το μυαλό και την ψυχή της και εύκολα φέρνουν στο νου το χρέος της Λιλής Ζωγράφου: “Χρωστάνε ενός λεπτού κραυγή για κάθε στιγμή που σιωπήσαμε”.
Πηγή: Ελένη Μάλλιαρη, theatromusicbooks, 27/12/2023