Κριτική από τον Γιώργο Παπαγιαννάκη για την παράσταση του έργου «Linda» της Penelope Skinner, που παρουσιάζεται από την Ομάδα Νάμα σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη στο Θέατρο Επί Κολωνώ.
Το φεμινιστικό θέατρο
Το φεμινιστικό θέατρο καταγράφεται ως καλλιτεχνική έκφανση της φεμινιστικής θεωρίας που εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους αναπαριστάνεται η γυναίκα στα εκάστοτε πολιτισμικά περιβάλλοντα. Μία από τις βασικές πρακτικές του φεμινιστικού θεάτρου είναι και η άσκηση κριτικής σε εκείνες τις πολιτικές και ιδεολογικές δομές που παγιώνουν μια θεώρηση της γυναικείας φύσης με όρους πατριαρχίας. Διόλου καινοφανές είδος θεάτρου, οι ρίζες του εντοπίζονται ήδη στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα και η ανάπτυξή του, άμεσα συνδεδεμένη με τον δικαιωματισμό των γυναικών, απλώθηκε από τις χώρες της Ευρώπης και τις Η.Π.Α. μέχρι και την πρώην Σοβιετική Ένωση.
Στη Γαλλία οι πρώτοι πυρήνες φεμινιστικού θεάτρου θα δημιουργηθούν από τις ένθερμες σκαπανείς του γυναικείου ζητήματος Nelly Roussel και την Vera Starkoff. Πολλά χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του ’70, η θεατρική ομάδα «Les Jeannes», ο θίασος «La Carmagnole», αλλά και πολλές ευαισθητοποιημένες καλλιτέχνιδες όπως η Dominique Lavanant, η Josianne Balasko, η Viviane Théophilidès και η Rachel Salik καταφέρνουν να καταστήσουν ορατές τις ανησυχίες του φεμινισμού σε ένα ευρύ φάσμα της γαλλικής κοινωνίας.
Στη Βρετανία, μετά τη δράση των ομάδων «The Women’s Theatre» και «The Pionner Players», η συμβολή της Yvonne Littlewood τις δεκαετίες του ’50 και ’60 θα καταστεί καίρια ως προς τη θεώρηση των φεμινιστικών ιδεωδών υπό το πρίσμα της ταξικότητας. Η συνέχεια θα δοθεί από το «Women’s Theatre Group» και το «Monstrous Regiment» που θα αποτελέσουν τη βάση για τη δημιουργία νέων επαγγελματικών ομάδων όπως τις «Cunning Stunts», «Beryl and the Perils», «Roadgang» κ.α. Αλλά και στο πεδίο της δραματουργίας θα ξεχωρίσουν τρεις συγγραφείς, των οποίων η πένα θα απηχήσει με σθεναρότητα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς: η Michelene Wandor, η Pam Gems και η εξόχως επιδραστική για τη μέθοδο με την οποία επανεξετάζει το ρόλο της γυναίκας στους πολιτισμούς και τις εποχές Caryl Churchill.
Στο γερμανόφωνο θέατρο θα δεσπόσουν οι μορφές της Gerlind Reinshagen, της Frederike Rothe και της Αυστριακής Elfriede Jelinek, της οποίας το έργο «Αρρώστια ή Σύγχρονες Γυναίκες» θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στην πρώτη του παρουσίαση το 1987.
Στην Ιταλία, μια χώρα, όπου η αυστηρή «κουλτούρα» του καθολικισμού επιβάλλει περιορισμούς στην αυτοδιάθεση των γυναικών, ξεχωρίζει η δυναμική δράση της Dacia Maraini, επικεφαλής του θιάσου «Teatro della Maddalena» και συγγραφέας, της οποίας τα έργα, μαζί με εκείνα της Franca Rame και της Lucia Vasilico, θα καταστούν τα κυριότερα φερέφωνα των γυναικείων αιτημάτων.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού κομβικό ρόλο στο φεμινιστικό θέατρο θα παίξουν το «Women’s Art Centre», το «Women’s Project», το «Women’s Experimental Theatre» και το «Spiderwomen Theatre», καθώς και οι συγγραφείς Myrna Lamb, Maria Irene Fornès, Megan Terry, Susan Griffin και οι μαύρες καλλιτέχνιδες Ntozake Shange και Susi-Lori Parks.
«Linda» της Penelope Skinner
Μέσα σε μια μακρά και σύνθετη ιστορική διαδρομή της φεμινιστικής δραματουργίας, η παρουσίαση του σχετικά πρόσφατου έργου της Βρετανίδας συγγραφέως Penelope Skinner «Linda» (2015) έρχεται να αποτυπώσει τους προβληματισμούς του ριζοσπαστικού (πολιτικού) φεμινισμού που στρέφει την προσοχή του στη διασύνδεση της γυναικείας ταυτότητας με τους κοινωνικούς ρόλους στους οποίους αυτή καλείται να προσαρμοστεί.
Η Linda είναι μια επιτυχημένη επαγγελματίας του marketing, αλλά διανύει την πέμπτη δεκαετία της ζωής της: μια συνθήκη που, για τον αδυσώπητο κόσμο της αγοράς, σηματοδοτεί την είσοδο στην εφεδρεία, αν όχι τον πλήρη παραγκωνισμό ή ακόμα και την απόλυση. Έχοντας κατακτήσει μια προνομιακή θέση σε ένα ανδροκρατούμενο εργασιακό περιβάλλον έρχεται αντιμέτωπη με μια σειρά από προκλήσεις που επεκτείνονται μέχρι και την προσωπική της ζωή. Τότε είναι που θα κληθεί να δοκιμαστεί όχι μόνο ως εργαζόμενη, αλλά και ως γυναίκα, ως σύζυγος, ως μητέρα, ως άνθρωπος.
Με σαφείς αναγωγές στο «Death of a Salesman» του Arthur Miller και, ίσως ακόμα, στο «All about Eve» της Mary Orr, στο έργο της Skinner η προσμονή για μια γνησιότητα σε σχέση με την πραγμάτωση της κεντρικής ιδέας παραμένει μετέωρη. Επιπλέον, για πολλοστή φορά, σε σύγχρονο έργο κοινωνικής κριτικής γινόμαστε μάρτυρες μιας βεβιασμένης ανάγκης για συμπεριληπτική καταγραφή προβλημάτων, αναγνωρίσιμων στην κοινή εμπειρία, που αποδίδονται όχι τόσο με το ειδικό βάρος τους, αλλά με μια δημοσιογραφικού τύπου περιγραφικότητα και με μια υφολογία οικεία σε κυρίαρχες μορφές κουλτούρας (π.χ. σενάρια σειρών σε πλατφόρμες και εμπορικών φιλμς, εκλαϊκευμένη λογοτεχνία κ.α.).
Στα κεκτημένα της δημιουργίας της Skinner συγκαταλέγεται η λογική κινηματογραφικού μοντάζ των σκηνών που επιτυγχάνει να γεφυρώσει οργανικά τον έξω κόσμο του κοσμοπολιτισμού με τον κλειστό χώρο των προσωπικών δραμάτων και οι σπινθηροβόλοι διάλογοι που επιτρέπουν να διαγραφούν διάφανα ορισμένες πλευρές των χαρακτήρων. Προφανώς, η συγγραφέας έχει στραμμένη την προσοχή της στο σμίλευμα μιας τραγικής φιγούρας, έχοντας, πιθανότατα, κατά νου την επαναδιατύπωση της έννοιας τραγικού προσώπου του Miller. Εντούτοις, ο συνολικός τρόπος δομής του έργου δεν επιτρέπει την ωρίμανση μιας βαθιάς αίσθησης τραγικότητας και η τελική σκηνή φαντάζει μάλλον ως μια, δραματουργική αδεία, reproduction δοκιμασμένων μοτίβων.
Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη, πιστή στην εξυπηρέτηση ενός ρεαλισμού που προετοιμάζει τη ζύμωση των κλιμακώσεων από τις λέξεις, τις παύσεις, τις σιωπές και τις αμυχές των εκφράσεων και κινήσεων και μεταβολίζει την οικειότητα της επιφάνειας σε ψυχικά βάθη, επιβάλλεται ως μια υπεραξία που προσδίδει έρμα στο πόνημα. Εξίσου, εξυπηρετική και η σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου που, με την υποβοήθηση των φωτισμών του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, δημιουργεί επάλληλα σκηνικά πλάνα θέασης των πτυχών της πραγματικότητας.
Η Κατερίνα Λέχου, στο ρόλο της Linda, καταθέτει μια από τις πλέον μεστές θεατρικές ερμηνείες της με γνώμονα το μέτρο, τη σκηνική διαίσθηση και οικονομία και μια πλαστικότητα ως προς τη μετάβαση στα ψυχολογικά επίπεδα. Με ερμηνευτικές ποιότητες και ο Μιχάλης Μαρκάτης, στο ρόλο του συζύγου, δείχνει να αδικείται περισσότερο από τις απλουστεύσεις που υπαγορεύει το ίδιο το έργο παρά από τη σκηνοθετική ματιά. Η παρουσία του Βασίλη Καζή προδίδει μια δεινότητα απόδοσης του ανάγλυφου του χαρακτήρα, πάντοτε ευπρόσδεκτης στο ρεαλιστικό θέατρο. Συντονισμένες οι παρουσίες της Νεφέλης Κουρή, της Εριέττας Μανούρη και της Μαριέλας Δουμπού, «αφουγκράζονται» με επάρκεια τις νόρμες του ρεαλισμού σε μια εποχή όπου ένα μεγάλο μέρος των ηθοποιών της νέας γενιάς εκλαμβάνουν ως κανονικότητα την αποδόμηση και τους παροξυσμούς της επιτέλεσης. Τέλος, η παρουσία του Άλκη Κούρκουλου από οθόνης δίνει με σαφήνεια το στίγμα ενός κόσμου που εκπροσωπεί τον κυνισμό, την αποστασιοποίηση και την απουσία ενσυναίσθησης.
Πηγή: Γιώργος Παπαγιαννάκης, culturenow, 13/11/2024