Μονόλογος της Μαρίας Μαραγκουδάκη
Θέατρο «ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ», Black Box
Ναυπλίου 12 & Λένορμαν, Κολωνός
Σκηνοθεσία – Ερμηνεία: Μαρία Μαραγκουδάκη
Σάββατο, 3/6/2023
9.30 μμ
Η ΖΩΗ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΣΕ ΣΤΙΓΜΙΟΤΥΠΑ
«-Όταν λες δεν θα κοιμάμαι, τι εννοείς;
Θα βρωμάω δηλαδή…;»
Ο κύκλος της ζωής μιας σύγχρονης Ελληνίδας στην Αθήνα, που ξεκινάει από τις πρώτες τάξεις της σχολικής της ζωής και καταλήγει στη μοναξιά του δωματίου ενός γηροκομείου, είναι το θέμα που πραγματεύεται ο συγκινητικός μονόλογος με τίτλο Άκου καθώς περνάει της Μαρίας Μαραγκουδάκη. Πρόκειται για 23 στιγμιότυπα – σταθμούς στη ζωή της Μερόπης, μιας γυναίκας που διέρχεται όλα σχεδόν τα στάδια εξέλιξης μιας αστής που ακολουθεί την «αρμόζουσα» πεπατημένη, συμπεριλαμβανομένων των πανεπιστημιακών σπουδών, της καριέρας, του γάμου, της μητρότητας, της εγκατάλειψης, του γήρατος κι εν γένει της φυσικής φθοράς.
Έτσι, ο θεατής γνωρίζει τη Μερόπη μικρή με κοτσιδάκια να παίρνει ως κολατσιό ένα βραστό αβγό στο σχολείο υπερασπιζόμενη τη συγκεκριμένη διατροφική επιλογή για το διάλειμμα αλλά και επιθυμώντας ενδόμυχα τα ανθυγιεινά γαριδάκια της συμμαθήτριάς της της Αγγελικούλας («Είσαι κακό κοριτσάκι…»), τη Μερόπη και πάλι μικρή να πηγαίνει διακοπές με την οικογένειά της, να βλέπει τηλεόραση, να τρώει το κλασικό ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα, να φοράει μασελάκια για να αποκτήσει ίσια δόντια, να τακτοποιεί τη σάκα της, να ξεχνάει το σημείωμα όπου αναγραφόταν η ανακοίνωση για απώλεια μαθήματος, τη Μερόπη να μην αντέχει την απότομη τσουλήθρα που οδηγεί σε αφόρητα χαλίκια κι ας έχει φτάσει στην έκτη δημοτικού, τη Μερόπη να απεχθάνεται τις φοβερές τσούχτρες στη θάλασσα το καλοκαίρι.
Σύντομα, μεταμορφώνεται σε έφηβη που διαβάζει λευκώματα, βιώνει τους πρώτους εφηβικούς έρωτες, συστήνει στη φίλη της να μασήσει τσίχλα Trident για καθαρή αναπνοή στα αγόρια και δηλώνει ότι οι γονείς της δεν της ψωνίζουν επώνυμα ρούχα (μέσο επίδειξης και τρόπος για κοινωνική αναγνώριση) αλλά από στοκ. Στη Γ’ Λυκείου πια, προετοιμάζεται εντατικά για τις πανελλήνιες εξετάσεις («ο κώλος μου έχει γίνει ένα με την καρέκλα…») ενώ ταυτόχρονα δεν της λείπει ο κοριτσίστικος ρομαντισμός κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οπότε και διεξάγονται οι εξετάσεις («το πιο όμορφο πράγμα το καλοκαίρι είναι το πώς πέφτει το φεγγάρι στη θάλασσα…»).
Η Μερόπη κάνει όνειρα με τις φίλες της: Στην ενήλικη πια ζωή, θα φοράνε φίρμες, θα οδηγούν BMW και θα είναι μεγαλοστελέχη εταιρειών… Γι’ αυτόν τον λόγο, η ίδια θέτει υψηλά τον πήχη ενόσω σπουδάζει. Το 5 δεν της είναι αρκετό, θέλει 8… ο μέσος όρος του πτυχίου της τη νοιάζει, θα την ακολουθεί παντού. Ως νέα γυναίκα, φλερτάρει στη γραμματεία της σχολής της, προσεγγίζει δηλαδή το αντίθετο φύλο, όπως είναι φυσιολογικό εξάλλου, ζητώντας να μάθει λεπτομέρειες για τη ζωή του άλλου. Μια βραδιά, με τα πονεμένα της πόδια σε ψηλά τακούνια, μεθάει με τη φίλη της την Άννα, γελάει δυνατά και αντιμετωπίζει ανάλαφρα το όργανο της αστυνομίας που τους στέλνει η γειτονιά για επίπληξη.
Έχει έρθει η εποχή οπότε κερδίζει το πρώτο της μεροκάματο. Απασχολείται ως γραμματέας σε κάποιον κύριο Λαμπρόπουλο. Φροντίζει για τον καφέ του ακόμα και για το δώρο των γενεθλίων της συζύγου του, στοιχείο που έχει σημειωθεί στις υπενθυμίσεις των σημαντικών επικείμενων γεγονότων («Έχουμε και την υπενθύμιση. Αυτό πού το πάτε; Τι θα κάναμε χωρίς…;»). Ο Λαμπρόπουλος είναι αυστηρός, δεν επιτρέπει τα προσωπικά τηλεφωνήματα στη δουλειά ενώ είναι και μεγάλος σε ηλικία, κάτι το οποίο του στερεί, σύμφωνα με τη Μερόπη, την όποια γοητεία. Συνεπώς, την ακούμε να μιλάει στα κρυφά στο τηλέφωνο με τον άνδρα με τον οποίο έχει σχέση και να αποκρούει τη ζήλια του λέγοντας: «Αηδία… Με τον γέρο… Ανακατώθηκα…».
Έχει έρθει η ώρα του γάμου της. Σε κλειστό κύκλο με τα απαραίτητα μόνο έξοδα, όπως η γαμήλια τούρτα. Κι ίσως και με μια μηχανή που πετάει χρωματιστές φούσκες, ιδέα που η Μερόπη έχει «κλέψει» από φιλικό ζευγάρι… Εξάλλου, όπως κι η ίδια τονίζει, οι προσκεκλημένοι συγγενείς στην Ελλάδα, έρχονται στους γάμους για να φάνε και να σχολιάσουν, υπογραμμίζοντας έτσι τη διαχρονική κακή προαίρεση, την κοινωνική κριτική και την ταπεινότητα των συγγενικών και όχι μόνο σχέσεων στη χώρα μας.
Και να η Μερόπη έγκυος να ανακατεύεται και να έχει παχύνει κιόλας, 4 μηνών και μαζί φοιτήτρια σε μεταπτυχιακό πρόγραμμα… Αλλά πάντα αεικίνητη και δραστήρια, ταξιδιάρα… Αγόρι ή κορίτσι περιμένει; Γαλάζια ή ροζ η προικούλα του μωρού; Καλύτερα πορτοκαλί, χρώμα ουδέτερο και κατάλληλο και για τα δύο φύλα.
Σε ένα σαλόνι γεμάτο λούτρινα κουκλάκια (έξοχη σκηνοθεσία στο σημείο αυτό με τη Μαρία Μαραγκουδάκη να γεμίζει εκ των προτέρων τη σκηνή με τέτοια αντικείμενα ρίπτοντάς τα από τη μία από τις δύο πόρτες της σκηνής που χρησιμοποιεί στην παράσταση) η Μερόπη ωρύεται στο τηλέφωνο την ώρα που συνομιλεί με τον σύζυγό της. Όλοι είναι κουρασμένοι, κανείς δεν μπορεί με τόσες υποχρεώσεις να αναπαυθεί πριν τις δέκα το βράδυ, το φαγητό της οικογένειας είναι και πάλι φακές ενώ η κόπωση και τα νεύρα κάνουν φτερά όταν ο Κωστής, το τέκνο της οικογένειας, την αποκαλεί για πρώτη φορά «μαμά» τρελαίνοντάς την από χαρά!
Η Μερόπη είναι δικηγόρος στο επάγγελμα, έχει πελάτες, φακέλους με δικογραφίες, παλεύει να αντιμετωπίσει αλλόκοτες συμπεριφορές, απειλές για καταγγελία εις βάρος της στον Δικηγορικό Σύλλογο… Η εργασία της ταιριάζει κιόλας με την ετυμολογία του ονόματός της: Μερόπη σημαίνει αυτή που μιλάει ενάρθρως δηλαδή όμορφα, χαρακτηριστικό ίδιον των δικηγόρων. Η ίδια όμως δεν είναι ευτυχισμένη με τη ζωή της: Έχει μπλέξει, όπως την ακούμε να λέει, με τρελούς (αναφέρεται στους πελάτες της)… έχει έναν άντρα που πάει κι έρχεται, ένα παιδί που ουρλιάζει…Τα αντικαταθλιπτικά είναι μονόδρομος και θα της χορηγηθούν από τον ψυχίατρο που επισκέπτεται ελαφρά τη καρδία, σαν καραμέλες, χωρίς καν συνταγογράφηση δίνοντας έτσι το στίγμα της σημερινής αλλόφρονης ζωής με τις γρήγορες ταχύτητες, τους πολυάσχολους γονείς, το έλλειμμα επικοινωνίας και ψυχικής ισορροπίας.
Οι φάσεις της ζωής της Μερόπης που εκφέρονται μέσω του μονολόγου συνδέονται μεταξύ τους και με οπτικοακουστικό υλικό. Πρόκειται για διάφορα βίντεο με φωτογραφίες, ενδεδυμένα με μουσική (και αυτά δημιουργία της ίδιας της συγγραφέως και ηθοποιού). Μέσα σ’ αυτά βλέπουμε ποικίλα αντικείμενα που συμβολίζουν αλλά και σηματοδοτούν τις διάφορες περιόδους της διαδρομής της Μερόπης. Σε ένα από αυτά, εντοπίζουμε και τη λέξη «θήλαστρον» που εννοεί το γάλα που πίνει το παιδί, άρα και την ίδια τη ζωή που προσφέρει η μητέρα (ενίοτε επώδυνα) μέσω της τροφής. Ακόμη, ένα ασανσέρ που ανεβαίνει και κατεβαίνει, όπως ισχύει και για την πορεία του κάθε ανθρώπου, συχνά ανοδική και καθοδική μαζί.
Τα χρόνια κυλούν και ο Κωστής γίνεται κι αυτός υποψήφιος στις πανελλαδικές. Η Μερόπη θυμάται τα δικά της με τους κακόβολους πάντα συγγενείς να οικτίρουν την αποτυχία με τα ενοχλητικά τους τηλεφωνήματα και να φθονούν την επιτυχία μέσω της σιωπής τους. Ο Κωστής πάλι έχει τους γονείς του πάντα στο πλευρό του. Θα τον στηρίξουν σε περίπτωση που δεν καταφέρει να περάσει πληρώνοντας δίδακτρα σε κάποιο ιδιωτικό ίδρυμα. Ωστόσο, εκείνος περνάει σε πανεπιστήμιο άλλης πόλης και η Μερόπη αρχίζει να ανησυχεί, όταν αυτός πια μετακομίζει για να σπουδάσει, ακόμη και για τα μανταλάκια με τα οποία θα απλώνει τα ρούχα του. Ετοιμοπόλεμη για τη στιγμή που θα της φέρει τη νύφη, κάνει πρόβες για το πώς θα αρνηθεί ως σύγχρονη κακιά πεθερά κάθε βοήθεια στο νέο ζευγάρι κι ας είναι η οικογένειά της. Κι όμως! Όταν όλα αυτά γίνονται πράξη, η Μερόπη μεταλλάσσεται σε χαζογιαγιά που διαπιστώνει τις αλλαγές στους καινούργιους γονείς συγκρίνοντας αναπόδραστα με τη δική της εποχή – γενιά.
Τα χρόνια θα περάσουν κι άλλο, ο σύζυγός της θα την παρατήσει για μια νεότερη γυναίκα, εκείνη θα το δεχτεί ψύχραιμα προσπαθώντας να το εξηγήσει και στον γιο της, θα βρει αγάπη και παρηγοριά σε ένα κατοικίδιο, θα διαπληκτιστεί με τους γείτονές της για το θέμα της καθαριότητας των ζώων συντροφιάς, θα αρχίζει να ξεχνάει πού έχει αποθηκεύσει τις οικονομίες της, θα κατηγορήσει άδικα την καθαρίστρια του σπιτιού της, θα εκδηλώσει κατά μια έννοια ρατσιστικές ιδέες και στο τέλος θα βρεθεί τρόφιμη σε οίκο ευγηρίας ανακαλύπτοντας τη σεξουαλική απελευθέρωση των ανθρώπων με τη νοσοκόμα που τη φροντίζει να της ομολογεί ότι είναι ομοφυλόφιλη. Πάντα με τον γιο της να δίνει το παρών και πάντα ορεγόμενη λαχταριστά γαριδάκια, όπως όταν ήταν μικρή…
Η Μαρία Μαραγκουδάκη κατασκευάζει μια μονολογική κωμωδία που σκιαγραφεί τη διαδρομή μιας γυναίκας από τα μικράτα της έως τα γεράματά της. Όχι εύκολη, όχι συναρπαστική αλλά βαθιά ανθρώπινη και ρεαλιστική. Δεν υπάρχει περίπτωση να παρακολουθήσει την εν λόγω παράσταση μια γυναίκα (αλλά και ένας άντρας) και να μην αναγνωρίσει πολλά δικά της / του σημεία πάνω της. Ο τίτλος είναι εξαιρετικός και μας ωθεί να αφουγκραστούμε κάθε περίοδο της ζωής μας που διαβαίνει σαν τρένο με τα θετικά και τα άσχημά της στοιχεία. Το έργο αυτό ομοιάζει με αναδρομή στο παρελθόν κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου για ένα ατυχές μέλλον που θα θέλαμε να αποφύγουμε. Το παιχνίδι με την εικόνα και τη μουσική, προσωπικά μου άρεσε πολύ μα κυρίως ενθουσιάστηκα με το ενδυματολογικό κομμάτι που τόσο ορθά επιμελήθηκε η Μαραγκουδάκη με έμφαση στα υποδήματα. Κάθε ζευγάρι παπουτσιών της Μερόπης αναδείκνυε και μια άλλη φάση της ζωής της σύμφωνα πάντα με τις εκάστοτε δραστηριότητες, προτεραιότητες και ψυχολογικές διακυμάνσεις.
Οι θεατές περνούν μια ευχάριστη ώρα στον χώρο του Black Box του θεάτρου «Επί Κολωνώ» παρακολουθώντας μια ζεστή ερμηνεία ενός κειμένου φαινομενικά απλού αλλά στην ουσία φιλοσοφικού και στοχαστικού.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ:
https://www.youtube.com/watch?v=tFIAXxFfWb4
https://www.youtube.com/shorts/DpVUw763m1Q
https://www.epikolono.gr/theatro.htm#34
Πηγή: Μαρίνα Αποστόλου, theatrikesapopseis, 04/06/2023