Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το έργο «Τάο» σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη που ανεβαίνει στο θέατρο Επί Κολωνώ
Το έργο
Έργο για τρεις άνδρες. Όλοι μαφιόζοι: Ο πρώτος, ο Ανδρέας Καραμούτσος: ΄Αρτι αποφυλακισθείς, θρύλος της νύχτας, κατ’ επίφαση σωφρονισμένος – χάρη στις φιλοσοφικές θεωρίες του Λάο Τσε – και με φιλοδοξίες να αποσυρθεί από την ενεργό δράση (φυσικά, χωρίς να απαρνηθεί την καλοπέραση της πρότερης ζωής του). Ο δεύτερος, Γιάννης Καραμούτσος – γιος του πρώτου: Ανόητος και αλαζόνας, ανερχόμενος τράπερ, με αχαλίνωτη φιλοδοξία να διαδεχθεί τον πατέρα του με τον εύκολο τρόπο, κάνοντας τσαμπουκάδες με κίνδυνο της ζωής του. Ο τρίτος, Ιωσήφ Μωϋσίδης, ο νυν βασιλιάς της νύχτας. Φυντάνι του πρώτου, πάλαι ποτέ πρωτοπαλίκαρο του, που άδραξε την ευκαιρία της φυλάκισης του, εκμεταλλεύτηκε τις διασυνδέσεις του και πλέον ηγεμονεύει στο χώρο με μεγάλη έπαρση. Θα συναντηθούν στο σαλόνι του Καραμούτσου με σκοπό να μιλήσουν για business, αλλά θα βρεθούν προ εκπλήξεως. Όλοι.
Το πρώτο έργο του ηθοποιού Γιώργου Καφετζόπουλου παρακολουθεί τη συγγραφική τάση των τελευταίων ετών. Ακραιφνής, ωμός ρεαλισμός, ήρωες βγαλμένοι από τον υπόκοσμο – εννοείται μπλεγμένοι σε σκοτεινές ιστορίες – μαύρο χιούμορ, σάτιρα της κακώς εννοούμενης, ελληνικότητας και όλα αυτά μέσα από το εργαλείο της άγριας, «βρώμικης» γλώσσας. Δεν κομίζει Γλαύκα εις Αθήνας, απεναντίας αναπαράγει γενεαλογικά, αισθητικά και υφολογικά χαρακτηριστικά έργων που έχουμε δει στο σινεμά και το θέατρο του Γιάννη Οικονομίδη, του Βασίλη Μπισμπίκη, του Γιώργου Παλούμπη, αλλά και στοιχεία από την μετωπική γλώσσα του Γιάννη Τσίρου και την διασκεδαστική ακρότητα της Λένας Κιτσοπούλου.
Παρόλα αυτά, υπάρχει κάτι που διαφοροποιεί την προσπάθεια του Γιώργου Καφετζόπουλου: Οι περιθωριακοί ήρωες και τα διακυβεύματα του έργου (εξουσία, έγκλημα, χρήμα, οικογένεια, θρησκεία, ιδεολογίες) αποκτούν μια υπερεαλιστική διάσταση και, μοιραία, φλερτάρουν με την αποδόμηση όλων των παραπάνω αξιωμάτων. Πρόσωπα και συνθήκες γελοιοποιούνται ασύστολα με τον τρόπο του Κουέντιν Ταραντίνο ο οποίος πιστεύει πως «η βία είναι ένα από τα διασκεδαστικότερα πράγματα που μπορείς να παρακολουθήσεις». Υπό αυτήν την έννοια το νεόκοπο «Τάο» του Γιώργου Καφετζόπουλου αποδομεί το έγκλημα, τη βία, την ιεραρχία, τους ναρκέμπορους, το κυνήγι του εύκολου χρήματος, της εύκολης καταξίωσης, το γάντζωμα από την εξουσία, εκθέτει την αμορφωσιά και την βλακεία και τελικώς παρωδεί όλα όσα συζητάει επί 1.5 ώρα.
Η παράσταση
Πατώντας στο γνώριμο μοτίβο του ωμού ρεαλισμού και των περιθωριακών ηρώων, ο Γιώργος Καφετζόπουλος συστήνεται συγγραφικά, επιφυλάσσοντας μια μικρή μετατόπιση από την συνήθη, δημοφιλή, πρακτική: Αυτήν της φαρσικής αποδόμησης του υλικού του. Με την καθοριστική σκηνοθετική προσέγγιση της Δανάης Σπηλιώτη που ερεθίζει επιπλέον το γκροτέσκο στοιχείο μέσα από τις ερμηνείες των πρωταγωνιστών της – Αντώνης Καφετζόπουλος, Γιώργος Καφετζόπουλος και Θοδωρής Σκυφτούλης – παραδίδεται μια καλοκουρδισμένη παράσταση· αν και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις.
Πατέρας και γιος και στη σκηνή.
Τα Συν (+)
Οι ερμηνείες
Ίσως το πιο δυνατό στοιχείο της παράστασης είναι οι ηθοποιοί της και το πως αυτοί σκιαγραφούν το απεχθές, ως εξωφρενικά γελοίο και ποταπό. Αξιοποιώντας την δυνατότητα του έργου να διαθέτει τρεις ολοκληρωμένους χαρακτήρες, και οι τρεις πρωταγωνιστές προσφέρουν απολαυστικές ερμηνείες. Ο Αντώνης Καφετζόπουλος εφαρμόζει αυτόν, τον γνώριμο μεν, αφοπλιστικό σαρκασμό δε (που, οπωσδήποτε, αποτελεί το προσωπικό του ερμηνευτικό ιδίωμα) στην περίπτωση του ‘συνταξιούχου’ γκάνγκστερ προκειμένου να πείσει (και τα καταφέρνει) πως το ψέμα και η υποκρισία εδρεύει στα μεγάλα λόγια, στις θεωρίες της εξουσίας. Ο Γιώργος Καφετζόπουλος επιφυλάσσει μια παρουσία πυρετική, χωρίς ανάσα, σε κιτσοπουλικά πρότυπα για τον πρώτο του μεγάλο θεατρικό ρόλο ερμηνεύοντας τον αιθεροβάμονα γιο του παλαίμαχου γκάνγκστερ. Εκείνος, όμως, που κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση – παρότι βρίσκεται στη σκηνή σχεδόν στο δεύτερο μισό του έργου – είναι ο Θοδωρής Σκυφτούλης. Αν πέρυσι υποδυόταν τον φασίστα μπάτσο του Ντάριο Φο στην «Τυχαία δολοφονία ενός αναρχικού» μέσα από φαρσικές ποιότητες, εδώ αποθεώνει το γκροτέσκο στη λεπτομέρεια του και αποδεικνύει την κλάση του στην κωμωδία.
Το πρώτο δείγμα γραφής
Παρότι είναι έργο χωρίς ιδιαίτερο βάθος, χωρίς στοιβάδες ανάγνωσης και (στο μεγαλύτερο μέρος του) με απλοϊκή, αγοραία γλώσσα, το «Τάο» συστήνει τον Γιώργο Καφετζόπουλο ως συγγραφέα με τρόπο που δεν περνάει απαρατήρητος. Έχει χτίσει τρεις ολοκληρωμένους χαρακτήρες και ιδιαίτερα αναγνωρίσιμους ανθρωπότυπους και μέσα από τους, μεταξύ τους, συσχετισμούς, γκρεμίζει με άφθονο σαρκασμό όσα πρεσβεύουν: Τη βία, την εξουσία, τα λεφτά, τον, από άποψη, λουμπενισμό, την φαλλοκρατία, την υποκρισία.
Η σκηνοθεσία
Χωρίς πολλά περιθώρια δράσης, η σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη επικεντρώνεται σε αυτό που ζητάει ένα έργο ρεαλισμού: Στην ένταση της στιγμής, στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, στην καλή επικοινωνία των ηθοποιών και στον γρήγορο ρυθμό. Ανταποκρίνεται σε όλα με συνέπεια και επάρκεια, εισάγοντας εαυτόν στον ‘κλαμπ’ των σκηνοθετών – σκηνοθετριών που αθλούνται στο θέατρο του «εδώ και τώρα».
Τα Πλην (-)
Τα δραματουργικά προβλήματα
Ακροθιγώς αναφέρθηκε και νωρίτερα: Το «Τάο» είναι ένα έργο χωρίς δεύτερες αναγνώσεις. Με έναν τρόπο, ‘εκτονώνεται’ την ώρα που παρουσιάζεται επί σκηνής: Στην οργή, στην ανατροπή, στο αστείο. Δεν είναι ένα κείμενο που παίρνεις και για το σπίτι. Αλλά αυτό είναι ένα δομικό, στυλιστικό ίδιον που χαρακτηρίζει τα περισσότερα νεόκοπα έργα ρεαλισμού, τα οποία λανσάρονται περί την τελευταία δεκαετία. Και όπως φαίνεται θα συνεχίσουν να απασχολούν την ελληνική σκηνή.
Η σκηνογραφία
Θέατρο ρεπερτορίου το «Επί Κολωνώ» υπακούει αναγκαστικά στην λειτουργικότητα της αλλαγής των σκηνικών από παράσταση σε παράσταση. Ωστόσο, σε μια παράσταση ρεαλισμού, ένα εξίσου περιγραφικό σκηνικό (ένα σαλόνι που συνυπογράφουν ο Γιώργος Χατζηνικολάου και η Δανάη Σπηλιώτη) δεν στηρίζει ούτε αισθητικά, μα ούτε και αφηγηματικά το ανέβασμα.
Το άθροισμα (=)
Παρά τα προβλήματα του, το συγγραφικό ντεμπούτο του Γιώργου Καφετζόπουλου δεν περνάει απαρατήρητο και επενδύει στις ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστών.
Πηγή: Στέλλα Χαραμή, Monopoli, 18/4/2023