«Σίγουρα θα κριθεί. Αλλά αυτό που επιδιώκω εγώ είναι να προβάλλω και τις θετικές προθέσεις της, παρόλη τη σκοτεινή φιγούρα της. Είναι μια γυναίκα ανταγωνιστική αλλά δεν πατάει επί πτωμάτων για να πετύχει τους σκοπούς της. Δεν είναι ανήθικη. Είναι οραματίστρια, έχει αξίες. Και σίγουρα είναι μια παράσταση που θα προβληματίσει τους θεατές θέτοντας ερωτήματα για τη δική τους ζωή, τις προτεραιότητές τους, τη δουλειά τους.» δηλώνει η Ελένη Σκότη, η σκηνοθέτις της παράστασης, όσον αφορά το αν θα κριθεί από τον θεατή η Linda για τις επιλογές της αλλά και το αν η κρίση αυτή εξαρτάται από την οπτική του καθενός.
(elculture.gr, Συνέντευξη: Πέπη Νικολοπούλου)
H Linda Wilde είναι μια επιτυχημένη επαγγελματίας του μάρκετινγκ, μητέρα δύο παιδιών, η οποία, διανύοντας την πέμπτη δεκαετία της ζωής της, νομίζοντας ότι θα της ανήκει για πάντα η κορυφή, παρακολουθεί απαθής την εικόνα της φαινομενικά τέλειας ζωής της να αποδομείται σταδιακά. Μια καμπάνια για ένα νέο προϊόν, θα κάνει εμφανή τον παραγκωνισμό της στη δουλεία προς όφελος μιας νεότερης συναδέλφου της. Η πτώση θα επεκταθεί και στην οικογένεια της, με την ίδια να καλείται πλέον να ανταποκριθεί σε όλους τους κοινωνικούς ρόλους της ζωής της, αποτυγχάνοντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της και οδεύοντας με αύξοντα ρυθμό στο τραγικό τέλος της ιστορίας.
Η συναισθηματική «Linda» της Penelope Skinner, δομώντας ωραία την πλοκή της ιστορίας, χωρίς να εμβαθύνει στις σχέσεις των δύο φύλων· χρησιμοποιεί αρκετά κλισέ, πράγμα το οποίο επισκιάζει το συναισθηματικό υπόβαθρο των χαρακτήρων, κυρίως του συζύγου της Linda. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για ένα κείμενο, από το οποίο αναδύονται ερωτήματα όσον αφορά την ψυχολογία μιας γυναίκας – η οποία, βγάζοντας τις παρωπίδες της επιτυχίας συνειδητοποιεί ότι όλος ο κόσμος γύρω της καταρρέει – μιας γυναίκας με τύψεις όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών της, μιας γυναίκας, που προσπαθεί να επανακτήσει την επαγγελματική της καταξίωση που ξεθωριάζει καθώς ο αριθμός στο κοντέρ της ηλικίας ξεπερνά το 50. Ένα έργο το οποίο εστιάζει στα πρότυπα ομορφιάς που συνεχίζουν να εγκλωβίζουν τις γυναίκες σε μια εικόνα ανέφικτη και απροσπέλαστη, που καθίσταται τελικά καταστροφική για την αυτοεκτίμηση της Linda.
Η Κατερίνα Λέχου, στον ρόλο της Linda, καταθέτει μια άρτια ερμηνεία που περνάει από την φαινομενική τέλεια επιφάνεια στην κατακρεουργημένη φιγούρα της απόγνωσης. Με μέτρο και πάντα αφουγκραζόμενη το συναισθηματικό βάρος της πολυκύμαντης ηρωίδας, κατορθώνει να αποδώσει όλες τις όψεις αυτής της οικουμενικής γυναίκας. Εξαιρετικός ερμηνευτικά εμφανίζεται και ο Μιχάλης Μαρκάτης, ο οποίος αποδίδει με τρυφερότητα στον ρόλο του στοργικού πατέρα, έχοντας την απαιτούμενη απάθεια ως αδιάφορος σύζυγος της Linda, παρόλο που το κείμενο δεν τον ευνοεί. Η Νεφέλη Κουρή διεισδύει με χειρουργική λεπτομέρεια στην ψυχοσύνθεση του εκφοβισμένου και γελοιοποιημένου ατόμου, του οποίου η αξιοπρέπεια έχει καταποντιστεί, μη λαμβάνοντας την απαραίτητη στήριξη από το οικογενειακό του περιβάλλον, ενώ ταυτόχρονα κλιμακώνει εύστοχα τον χαρακτήρα με την επαναφορά της στην πραγματική ζωή. Η Εριέττα Μανούρη συνθέτει μια αδίστακτη γυναικεία παρουσία, έτοιμη να διεκδικήσει τα πάντα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις παράπλευρες απώλειες – μια στάση που στο τέλος την οδηγεί ένα βήμα πριν τον θάνατο. Η Μαριέλα Δούμπου, στον ρόλο της μικρής κόρης της Linda, ενσαρκώνει ένα εξωστρεφές κορίτσι με έντονο το στοιχείο της παιδικής αθωότητας. Ο Βασίλης Καζής είναι απόλυτα φυσικός και υποκριτικά ευέλικτος στον ρόλο ενός νεαρού άνδρα, εργαζόμενου στο γραφείο της Linda. Φυσικά, ζωτικής σημασίας είναι η στιβαρή παρουσία του Άλκη Κούρκουλου στο video wall, η οποία αποτυπώνει πλήρως έναν κυνικό, ανάλγητο και χωρίς προοπτικές εξέλιξης κόσμο για τις γυναίκες άνω των 50.
Αφενός, η πολυεπίπεδη σκηνογραφία του Γιώργου Χατζηνικολάου, και αφετέρου οι εναλλασσόμενοι, άμεσα προσαρμοσμένοι στην εκάστοτε ψυχική διάθεση φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, αποδίδουν απόλυτα ρεαλιστικά το σύγχρονο τοπίο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση του έργου. Η σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη, επικεντρωμένη άλλοτε στην επιφάνεια και άλλοτε στην ωμότητα των γεγονότων, αναδεικνύει εξαιρετικά την πνευματική κατάπτωση των ηρώων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αποκαλύπτει όλες τις συναισθηματικές διακυμάνσεις της ιστορίας, «σκεπάζοντας» σε μεγάλο βαθμό τα μειονεκτήματα της γραφής της Skinner. Ξεχωρίζω την σκηνή της αυτοκτονίας της Linda, στην οποία η Κατερίνα Λέχου με την εκφραστικότητα του προσώπου της και την αποφασιστικότητα των κινήσεών της, δίνει τέλος στη ζωή της, έχοντας ξεπεράσει τα όρια της ύπαρξής της.
Η Κατερίνα Λέχου, σε μια μεστή και άρτια ερμηνεία, συνοδευόμενη από τον εξαμελή ταλαντούχο θίασο και την έμπειρη, ρεαλιστικά κλιμακούμενη σκηνοθετική ματιά της Ελένης Σκότη, ξεπερνούν σε μεγάλο βαθμό την επιφανειακή και γεμάτη κλισέ γραφή της Penelope Skinner.
Πληροφορίες παράστασης: Linda της Penelope Skinner, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη στο Επί Κολωνώ
Πηγή: hmerologio theatrou, 05/01/2024