Το θέατρο Επί Κολωνώ παρουσιάζει το Γάμο του Μάριου Ποντίκα, σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, το έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1980-1981 από το Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν.
Μια νεαρή κοπέλα βιάζεται και ό,τι ακολουθεί είναι οι αλλεπάλληλοι «βιασμοί» της από την οικογένεια, την κοινωνία, τους εκπροσώπους της δικαιοσύνης. Η ίδια βρίσκεται «καθηλωμένη» σε όλη τη διάρκεια του έργου, αμέτοχη και ανυπεράσπιστη, ενώ παρακολουθούμε όλους τους ανθρώπους γύρω της να έχουν λόγο και άποψη για αυτό που της συνέβη και δικαιώματα πάνω στο σώμα της που γίνεται ένα πεδίο συγκρούσεων.
Κείμενο
Η δράση εναλλάσσεται μεταξύ του σπιτιού και του δικαστηρίου, όπου εκδικάζεται η υπόθεση του βιασμού. Οι γείτονες έχουν γνωστές αντιδράσεις σε κάθε εποχή: πέφτουν όλοι από τα σύννεφα για το καλό παιδί (τον βιαστή) που γνώριζαν, ενώ ταυτόχρονα ψελλίζουν τις αμφιβολίες τους για το κορίτσι. Όλα αυτά γίνονται γρήγορα και χωρίς στολίδια. Οι χαρακτήρες είναι όλοι εκτεθειμένοι και άμεσοι, σαν το γυμνό σώμα της Αφέντρας που είναι καθηλωμένη στη γυναικολογική καρέκλα απέναντί μας. Το γυναικείο σώμα θεωρείται ως ένα σφάγιο, ένα αντικείμενο ή ένα ελαττωματικό εμπόρευμα. Και το έργο προχωράει. Η Αφέντρα εξαναγκάζεται να αυτοπυρποληθεί για να διατηρήσει ακέραιη την τιμή της οικογένειας. Το κορίτσι στην γυναικολογική καρέκλα είναι πλέον ένα κορίτσι τυλιγμένο με γάζες. Το τραύμα συνεχίζεται και τονίζεται ακόμα περισσότερο, πρώτα απ’ όλα από την οικογένειά της, με πρωταγωνιστή τον πατέρα. Ο πατέρας ορίζει, αποφασίζει και κακομεταχειρίζεται τη γυναίκα του, η οποία κάποια στιγμή αντιδρά και αντιστέκεται.
Το έργο του Μάριου Ποντίκα είναι μια πολύπλευρη και πολυδιάστατη κριτική της νεοελληνικής σύγχρονης και μεταμοντέρνας πολιτικής και πολιτισμικής συνθήκης. Κατασκευάζει ένα ζωντανό δραματικό μωσαϊκό της ελληνικής κοινωνίας, που εκτείνεται από τη μεταπολεμική περίοδο έως τα κρίσιμα χρόνια που διανύουμε. Μέσα από τα θεατρικά του κείμενα, ο δραματουργός σκιαγραφεί μια ολόκληρη εποχή βαθιάς και ανατρεπτικής αβεβαιότητας, μια εποχή καιροσκοπικών συνάψεων και ιδεολογικών κατασκευών που εξυπηρετούσαν το κακώς εννοούμενο συμφέρον και την πατριαρχία στην πιο στυγνή και άσκημη μορφή της. Ο Μάριος Ποντίκας δεν εξαντλεί τη δραματική του πρόθεση σε ένα πρώτο επίπεδο γενικότερων πολιτικών και κοινωνικών στάσεων. Ίσως ακόμη και ο δραματουργός να μην ενδιαφέρεται να κάνει κρίσεις και ευρήματα εύκολα ερμηνεύσιμα. Αυτό που αναδεικνύεται ως κύριο μέλημα όμως είναι η μεταφορά στη σκηνή ερωτημάτων που αφορούν την προσωπική στάση του καθενός απέναντι στην ιστορία, στον άνθρωπο. Η ηθική ευθύνη του ατόμου απέναντι στην ύπαρξη ως τέτοια είναι, εξάλλου, ένα από τα πιο βασανιστικά ζητήματα στα οποία εστιάζει ο δραματουργός.
Μια ιστορία που γράφτηκε πριν από 40 χρόνια εξακολουθεί να είναι επίκαιρη για πολλές γυναίκες σήμερα. Οι οικογενειακές σχέσεις σε όλη τη χώρα και τον πλανήτη εξακολουθούν να είναι οι ίδιες, με τον βιασμό να είναι σύνηθες φαινόμενο. Αυτή η ιστορία είναι μια αναπαράσταση του πώς βλέπει η κοινωνία τις γυναίκες, και πώς τις αντιμετωπίζει. Η μικροαστική πατριαρχική ιδεολογία που έθρεψε γενιές στην Ελλάδα και που κρυβόταν πάντα κάτω από το χαλί. Η ανάγκη του φαίνεσθαι, τα ενδοοικογενειακά εγκλήματα που έπρεπε να κρυφτούν μέσα στο σπίτι.
Το γυναικείο σώµα είναι ιδωµένο ως κτήµα από τον «πατριάρχη», µην αναγνωρίζοντας την αυτεξουσιότητα της γυναίκας. Ως εκ τούτου, ένα τέτοιο µοντέλο εντέλει γεννά τη βία στην πρώτη αντίσταση που συναντά. Οι παραδειγµατικές τιµωρίες των ενόχων, που πολλοί αναζητούν, θα φέρουν την πρόσκαιρη ανακούφιση µέρους της κοινωνίας µε την ιδέα ότι επήλθε δικαιοσύνη, µα σίγουρα αυτό δεν είναι µια ολοκληρωµένη λύση. Η έµφυλη βία δεν ξεφυτρώνει από το πουθενά σε εξαιρετικές περιπτώσεις· είναι παντού, είναι καθηµερινή. Η πατριαρχία, βαθιά ριζωµένη, φωνάζει μέσα από το έργο του ο Ποντίκας είναι µια καλοκουρδισµένη µηχανή παραγωγής «προτύπων» που θεωρεί τη γυναίκα κατώτερο είδος µε συγκεκριμένος ρόλο µέσα στην κοινωνία και αποστολή να ικανοποιεί τον άνδρα καθότι του «ανήκει».
Η παράσταση
Ενα έργο γερά «χτισμένο», δυνατό, ορμητικό, με χαρακτήρες – σύμβολα της μικροαστικής απελπισίας και του κοινωνικού εκτροχιασμού. Σκοπός του ήταν να αναδείξει το ανδρικό μερίδιο άμεσης ευθύνης, της συνενοχής, της έμμεσης συμβολής και της ανοχής σ’ αυτό το φανερό ή και συχνά αφανές έγκλημα. Η Ελένη Σκότη άρχισε την παράσταση της με μια αποκαλυπτική, παρότι απόλυτα βουβή, σκηνή βίας, που κραυγάζει για το δεύτερο έγκλημα κατά της βιασμένης γυναίκας από την ίδια της την οικογένεια. Η Σκότη έστησε, με την κοινωνικής δύναμης και αισθαντικής αλήθειας σκηνοθεσία της, μια υποδειγματικής ρεαλιστικής απλότητας παράσταση, με έντονα συναισθηματικά στοιχεία, που δοκιμάζει τα ψυχολογικά όρια του θεατή. Η παράστασή της γοργή, ατμοσφαιρική, αισθητικά σύγχρονη – με τη συμβολή του λειτουργικά ψυχρού» σκηνικού του Γιώργου Χατζηνικολάου μετέδωσε τη μελαγχολική ιδεολογική πίκρα και οργή της και στις ερμηνείες.
Ο Ηλίας Βαλάσης στο ρόλο του πατέρα, του κατεξοχήν φορέα της πατριαρχικής αντίληψης, δίνει μια σοκαριστικά ρεαλιστική ερμηνεία, υψηλής έντασης, με όλα τα στοιχεία υποκρισίας και πατριαρχικής οργής που διακατέχουν τον ήρωα του.
Η Μαρία Κάτσενου συγκινεί στο ρόλο της μάνας που ενώ αρχικά παρασύρεται από την ιδεολογική ροή της οικογένειας, στη συνέχεια διαχωρίζει τη θέση της όσο μπορεί δεδομένης της βίας που υφίσταται, και προσπαθεί μάταια να πάρει το μέρος της κόρης της.
Ξεχωρίζει η εξαιρετικά λεπτοδουλεμένη ψυχοσωματικά ερμηνεία του ταλαντούχου Στέλιου Δημόπουλου, που φωτίζει εύστοχα διαφορετικές πλευρές στους πολλαπλούς διαφορετικούς ρόλους που καλείται να ερμηνεύσει: το δικηγόρο, τον εισαγγελέα, τη γειτόνισσα, τον εργοδότη του βιαστή, το βιαστή.
Η Αθανασία Κουρκάκη ερμηνεύει τον ανατριχιαστικό ρόλο της αδερφής, που συντάσσεται με την καθιερωμένη αντίληψη περί ευθύνης του θύματος και που μας επιτρέπει με την έξοχη ερμηνεία της να αναγνώσουμε την κριτική που κάνει ο Ποντίκας και στη στάση πολλών γυναικών που μισούν το ίδιο τους το φύλο.
Στην πρώτη θεατρική της εμφάνιση η Μέγκυ Σούλι υποδύεται την Αφέντρα, το πρόσωπο σύμβολο του έργου, το κορίτσι που βιάζεται και χάνει την ικανότητα της λεκτικής έκφρασης. Ερμηνεύει με το σώμα και τα μάτια το βουβό, παγιδευμένο σε μια γυναικολογική καρέκλα κορίτσι που τιμωρείται γιατί φέρει τη ρετσινιά του βιασμού.
Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου και η μουσική του Στέλιου Γιαννουλάκη συμβάλλουν στα μέγιστα στην κορύφωση των συναισθημάτων και το πνιγηρό αίσθημα που καταβάλλει του θεατές.
Στο σύνολο της η παράσταση είναι μια ωμή απεικόνιση της σκληρής πατριαρχικής πραγματικότητας, όπως τη βιώνουν ακόμα οι γυναίκες, και της υποκρισίας του κοινωνικού περίγυρου που αντιμετωπίζει με δυσπιστία και μίσος ακόμα και ένα βουβό, βιασμένο σώμα. Είναι μια έξοχη, σκληρή παράσταση που συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα στις κορυφαίες της σεζόν.
Πηγή: Κάτια Σωτηρίου, Mytheatro.gr