Μια παράσταση στο ΠΛΥΦΑ που διαδραματίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά μιλάει για το σήμερα.
τη βιομηχανική πλευρά του Βοτανικού, στο πρώην συγκρότημα πλεκτηρίων-υφαντηρίων (ΠΛΥΦΑ), σε αυτόν τον υπέροχο και μοναδικό χώρο λοιπόν, ανεβαίνουν θεατρικές παραστάσεις από ομάδες νέων που δίνουν τον εαυτό τους στη σκηνή. Που τιμούν την τέχνη του θεάτρου. Μία εξ αυτών, είναι και το πρωτότυπο και επιβλητικό έργο «βάιζα» {Ετυμ. αρβαν. <κορίτσι, κόρη}, το πρώτο σκηνοθετικό εγχείρημα της Χριστίνας Ματθαίου. Αντλώντας τα έργα του Παντελή Μπουκάλα “Μηλιά μου αμίλητη” και “Ο Χριστός στα χιόνια” και εμπνεόμενη από τον μύθο της La Loba, όπως αυτός αποτυπώνεται στο βιβλίο της Clarissa Pinkola Estes “Γυναίκες που τρέχουν με τους Λύκους”, η «βάιζα» είναι μια παράσταση που σου προκαλεί ανατριχίλα και συναισθήματα που δεν έχεις λόγια να τα εκφράσεις.
Ίσως γιατί αυτά τα λόγια τα βρίσκει η «Μηλιά», η ιστορία της οποίας διαδραματίζεται στη Μάνη, στα μέσα του 19ου αιώνα. Μπορεί να την βλέπουμε στη σκηνή, αλλά η Μηλιά έχει ήδη δολοφονηθεί στο όνομα της τιμής που επέβαλλε η πατριαρχική ελληνική κοινωνία της τότε εποχής, που δεν απέχει έτη φωτός από τη σύγχρονη εποχή. Την ώρα που ο αριθμός των γυναικοκτονιών συνεχώς αυξάνεται, την ώρα που έργα τέχνης όπως της Γεωργίας Λαλέ κατεβαίνουν, η «βάιζα» έρχεται σαν χείμαρρος να παρουσιάσει τη δύναμη που κρύβει η γυναικεία ψυχή. Τη δύναμη του να σπας, να εκτίθεσαι, να είσαι ατελής, να αυτοκαθορίζεσαι, να εκφράζεσαι, να ζεις.
«Αυτός έγινε για μένα κάτι σαν εκδρομή στην εξοχή. Ένας περίπατος με το ποδήλατο στο ηλιοβασίλεμα. Κι ένας περίπατος στο ηλιοβασίλεμα δεν είναι κακό.. Όταν κάποιος μπορεί να σου προσφέρει κάτι που δεν το έχεις γευτεί ακόμα δεν είναι κακό. Εγώ άκουσα τη θάλασσα μέσα του και τον αγάπησα δίχως να ξέρω την αγάπη», λέει μεταξύ άλλων η Μηλιά στην ιστορία της. Ερωτεύτηκε και πλήρωσε το τίμημα. Θάφτηκε ζωντανή, χωρίς λόγια, χωρίς να δείχνει συναισθήματα. Μόνο σιωπή και ερωτήματα. Ήταν κακό; Θα έπρεπε να είναι κακό;
Στη «βάιζα» γινόμαστε μάρτυρες της οδύνης και του σπαραγμού. Από όλες τις πλευρές. Βλέπουμε την οδύνη της μάνας και το βουβό της μοιρολόι. Δεν της επιτρέπεται να πενθήσει, δεν της επιτρέπεται να κλάψει. Βλέπουμε την οδύνη του πατέρα, που αποφασίζει να σκάψει τον λάκκο της ίδιας του της κόρης, ακολουθώντας τις νόρμες των κοινωνικών επιταγών, δέσμιος της υπόληψης του ονόματος της οικογένειας. Βλέπουμε την οδύνη του μικρού αδερφού, που ήθελε να φωνάξει να σταματήσουν, αλλά δεν μπορούσε. Βλέπουμε την οδύνη του πένθους, που αναπόφευκτα σου βγάζει να αναζητήσεις μέσα σου συναισθήματα που είχε θάψει. Αλλά αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου, να σε κάνει να αναζητάς μέσα σου.
Οι ερμηνείες των Ναυσικά Κοριαλού, Λίνα Λαζαρή, Μαριαλένα Σκαρώνη, Γιολάντα Σοφούλη είναι συγκλονιστικές και καθηλωτικές. Γεμίζουν μια ολόκληρη σκηνή με τη φωνή, με το σώμα που θέλει να απεγκλωβιστεί από αυτά τα δεσμά της κοινωνίας. Ατμόσφαιρα ανατριχιαστική ντυμένη με μουσική επένδυση που συνηγορεί σε αυτό το απόσκομο σκηνικό, σκηνοθεσία άρτια σε κάθε της λεπτομέρεια. Από την πιο μικρή μέχρι την πιο μεγάλη. Η «βάιζα» είναι τέχνη με σεβασμό προς όλες τις γυναίκες. Και είναι μια παράσταση που σε κάνει κομμάτι της, κρατώντας αυτά τα δεσμά της πατριαρχικής οικογένειας που είναι στο χέρι σου αν θα συνεχίσεις να είσαι συμμέτοχος σε αυτά ή θα τα κόψεις.
Την «βάιζα» δεν πρέπει να την χάσεις.
Πηγή: Δήμητρα Παντάλου, provocateur, 20/01/2024