Τα ζητήματα ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία απασχολούν το πρώτο θεατρικό έργο του Γιώργου Χατζηνικολάου, που σκηνοθετεί ο ίδιος μαζί με την Ελένη Σκότη, και όπου μπλέκονται η μυθοπλασία και η βιογραφική μαρτυρία.
Σε αυτή την υβριδική κατά μία έννοια δραματουργική σύνθεση, ο Γιώργος Χατζηνικολάου μπλέκει σε μια μυθοπλαστική ιστορία την αυτοβιογραφική μαρτυρία του -κενυάτικης καταγωγής & Έλληνα τρίτης γενιάς- ηθοποιού Σαμουήλ Ακίνολα, ο οποίος πρωταγωνιστεί και στην παράσταση. Η μη αποδοχή του “ξένου” και του “μαύρου”, ακόμη κι αν αυτός έχει γεννηθεί στην Ελλάδα -όπως και οι γονείς του- απασχολεί τον συγγραφέα στο πρώτο του θεατρικό έργο. Σε αυτό αφηγείται τις προσπάθειες δύο φίλων, του Χρήστου και του (αφροέλληνα) Στέλιου, να στήσουν ένα μαγαζί που θα στεγάσει τα μουσικά τους όνειρα, όταν ο πρώτος κληρονομήσει -από τον πατέρα που δεν γνώρισε- μια αποθήκη. Συμπαραστάτρια στο εγχείρημα θα είναι η θεία του Χρήστου, Εύα, όμως ο ετεροθαλής αδερφός του Χρήστου, ο Άλκης, που εμφανίζεται ξαφνικά, ύστερα από εξαφάνιση δεκαετιών, όχι μόνο θα εμποδίσει τα σχέδιά τους αλλά και θα εκφράσει βίαια ρατσιστικά ένστικτα εναντίον του Στέλιου, οδηγώντας την ιστορία σε τραγικό φινάλε.
Ακολουθώντας μια ρεαλιστική γραμμή, που σπάει σε σημεία από τις αναμνήσεις/μαρτυρίες του Σαμουήλ/Στέλιου, το έργο εκτυλίσσεται πάνω στην αλληλουχία των συμβάντων, που θα οδηγήσουν στην τελική κορύφωση. Οι χαρακτήρες και οι σχέσεις τους δίνονται και αναπτύσσονται ικανοποιητικά και συνολικά το νήμα της ιστορίας εκτυλίσσεται προκειμένου να διατηρηθεί το σκηνικό ενδιαφέρον από σκηνή σε σκηνή. Δεν παύουν παρ’ όλ’ αυτά να λείπουν περισσότερα στοιχεία που θα έδιναν επιπλέον ζωή στο κείμενο (όπως, π.χ., συμβαίνει στις σκηνές με τις μουσικές πρόβες της παρέας, ή με την αλλαγή της σκηνικής θερμοκρασίας όταν εμφανίζεται ο Άλκης) και ενδεχομένως θα έδιναν ώθηση σε μια πιο ζωηρή σκηνοθεσία˙ τώρα, η συνσκηνοθεσία του συγγραφέα και της Ελένης Σκότη περιορίζεται στα βασικά.
Οι ερμηνείες, πάντως, είναι ωραίες και αποτελούν την ψίχα της παράστασης, γεγονός που μαρτυράει και την αμεσότητα στη δημιουργία των χαρακτήρων από γραφής και την καλή σκηνοθετική καθοδήγηση και τις ικανότητες των ηθοποιών. Ο Σαμουήλ Ακίνολα είναι συγκινητικός στα αυτοβιογραφικά μέρη και επίσης άνετος στο ρόλο του Στέλιου, όσο και στο πέρασμα μεταξύ των δύο, ενώ έχει ωραία χημεία με τον Πάρη Σκαρτσολιά, που ερμηνεύει επίσης με αμεσότητα τον Χρήστο. Η Τζίνη Παπαδοπούλου έχει εμπειρία και μια έμφυτη σκηνική κομψότητα στο ρόλο της Εύας, ενώ ο Άγης Εμμανουήλ πλάθει εξαιρετικά τον αντιπαθητικό και απειλητικό Άλκη, τονίζοντας πολύ ωραία τα στοιχεία της συμπεριφοράς ενός ρατσιστή ελληνοαμερικανού από το Τέξας. Τα σκηνικά του Γιώργου Χατζηνικολάου αναπαριστούν ωραία μια παλιά αποθήκη ελαστικών που γίνονται προσπάθειες να μετατραπεί σε μουσική σκηνή.