Μια ανήλικη γυναίκα βιάζεται. Στο όνομα της αποκατάστασης της τρωθείσας οικογενειακής «τιμής», ακολουθούν περαιτέρω «βιασμοί» από το οικογενειακό της περιβάλλον, την κοινωνία και τους εκπροσώπους της δικαιοσύνης.
Για δεύτερη σεζόν, ο Γάμος, το σκληρό θεατρικό έργο του Μάριου Ποντίκα, παρουσιάζεται στο Θέατρο Επί Κολωνώ σε σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη. Μια συνάντηση με την σκηνοθέτρια.
Δεδομένου ότι ο μακαρίτης ο Μάριος Ποντίκας σάς εμπιστεύτηκε το κείμενο του Γάμου λίγο πριν πεθάνει, θα ήθελα να μου μιλήσετε για την καλλιτεχνική σχέση σας με τον εκλιπόντα καθώς και με το συγκεκριμένο κείμενο.
Είδα το έργο στην Αθήνα όταν είχε πρωτοανεβεί στο Θέατρο Τέχνης από τον Κάρολο Κουν την περίοδο 1980-81. Ήταν μια πολύ προσεγμένη, σοβαρή, σκοτεινή δουλειά. Οι θεατές ήταν μουδιασμένοι και δε χειροκροτούσαν.
Έκτοτε, το είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Στην διάρκεια της περιόδου της πανδημίας, κατά την οποία ήμασταν όλοι εγκλωβισμένοι, αναζητούσα ένα σύγχρονο ελληνικό θεατρικό κείμενο. Θυμήθηκα, λοιπόν, τον Γάμο κι αναρωτήθηκα αν είχε έρθει η ώρα του.
Ξαναδιαβάσαμε, έτσι, το έργο με τον Γιώργο Χατζηνικολάου, τον συνέταιρό μου, και αποφασίσαμε ότι αυτό θέλαμε να ανεβάσουμε.
Στο πλαίσιο της διαδικασίας της εκ νέου ανάγνωσής του, πιο πολύ ο Γιώργος ανακάλυψε στον Γάμο αρκετό χιούμορ. Ή, για την ακρίβεια, έναν σαρκασμό έναντι των χαρακτήρων, μια γελοιοποίησή τους.
Όπως είχε πει ο Ποντίκας στον Γιώργο, με τον οποίο τηλεφωνιόταν, ήθελε πάρα πολύ να ανέβει το έργο του στο Επί Κολωνώ. Ήταν, μάλιστα, να έρθει στην γενική πρόβα, αλλά πέθανε.
Τραγική ειρωνεία.
Επομένως, δεν τον γνώρισα ποτέ.
Γνώρισα, όμως, την χήρα του, την Βίκυ Μουνδρέα, μια πολύ γλυκιά και ισχυρή προσωπικότητα που στάθηκε στον Ποντίκα μέχρι το τέλος.
Έχει έρθει στο θέατρο πάρα πολλές φορές. Σύμφωνα με την ίδια, και χωρίς να κάνω επίδειξη, το ανέβασμά μας είναι το καλύτερο που έχει δει. Αντιπροσωπεύει και αυτό που ο εκλιπών θα ήθελε να έχει κάνει.
Έχω, επίσης, αντιληφθεί πως κι ο Μάριος διέθετε ένα περίεργο χιούμορ.
Συνεπώς, νιώθατε ότι του το χρωστούσατε να υλοποιήσετε και να ολοκληρώσετε το εγχείρημα του ανεβάσματος.
Οπωσδήποτε. Όταν, όμως, πέθανε, βρεθήκαμε σε δίλημμα: να το ανεβάσουμε ή όχι. Η χήρα του, ωστόσο, επέμενε. Κι έτσι προχωρήσαμε. Ήταν κι η ώρα του, κοινωνικά μιλώντας. Είναι ένα έργο που δείχνει τις «ρίζες» του κακού.
Οι οποίες, βέβαια, ανάγονται σ’ ένα πολύ απώτερο παρελθόν.
Παρότι, πάντως, έχουν περάσει πάνω από τέσσερις δεκαετίες από την συγγραφή του, ακόμα κι οι σημερινοί θεατές δυσκολεύονται.
Αν και γραμμένο σε μια συγκεκριμένη εποχή και με αναφορές σ’ αυτή -ή και σε προγενέστερες-, το κείμενο καταφέρνει να αναδείξει με ενάργεια, ένταση και επιτακτικότητα το διαχρονικό ζήτημα της έμφυλης βίας.
Μου φάνηκε, ωστόσο, ότι δείχνει τα χρόνια του, δείχνει λίγο «παλιό». Σας απασχόλησε το ενδεχόμενο να το «πειράζατε»;
Μας απασχόλησε πολύ και το συζητήσαμε αρκετά. Η απόφασή μας, όμως, να το κρατήσουμε αυτούσιο, να μην αλλάξουμε ούτε «και», ήταν συνειδητή.
Μπορεί η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν τότε να ήταν διαφορετική, αλλά η ουσία παραμένει η ίδια.
Δε νομίζω, πάντως, πως το ζήτημα έγκειται στην χρήση της γλώσσας και μόνο.
Είναι και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την διαχρονικότητα ενός κειμένου και το πώς αυτό μπορεί να «αφουγκραστεί» αφηγηματικές, κοινωνικές, πολιτικές και συναισθηματικές αγωνίες πιο σύγχρονες.
«Θα μπορούσε να έχει ανέβει με πιο σύγχρονη ματιά»: είναι ένα σχόλιο που έχουμε ακούσει.
Προσωπικά, ήθελα οι φωνές των γειτόνων και των παραγόντων της δίκης να εκφράζονται από έναν ηθοποιό. Ένα κεφάλι, ένα μυαλό, με πολλαπλά πρόσωπα και μάσκες. Η υποκρισία στο φουλ.
Η ενσάρκωση πολλαπλών ρόλων από τον ίδιο ηθοποιό ενυπήρχε ως σκηνική οδηγία και στο ίδιο το κείμενο;
Όχι, στο κείμενο είναι όλοι διαφορετικοί. Η «πινελιά» μου, ωστόσο, «έλεγε» πολλά.
Ήθελα, επίσης, πολύ το κορίτσι, το θύμα του βιασμού, να είναι ενεργό, όχι να λειτουργεί ως σύμβολο.
Βιώνει ένα τραύμα, και δεν μπορεί να μιλήσει. Μιλούν οι άλλοι για εκείνη, χωρίς να την υπολογίζουν.
Μέσα από το βλέμμα της, λοιπόν, αντικρίζουμε -ή υποθέτουμε, τουλάχιστον- μια άλλη διάσταση. Δεν είναι παθητική, αντιδρά, η μνήμη της είναι καθηλωμένη σ’ αυτό που της συνέβη. Είναι θύμα μέσα στο ίδιο της το σπίτι.
Αναρωτιέμαι κατά πόσο θα μπορούσε να είναι και ακόμα πιο ενεργή ως χαρακτήρας.
Το κείμενο την παρουσίαζε πάρα πολύ παθητική. Θέλοντας, μάλλον, να υπογραμμίσει ότι εκείνη την εποχή τα κορίτσια δεν είχαν λόγο, μέχρι του σημείου -στο συγκεκριμένο έργο- να εξωθηθεί από τον πατέρα της στην αυτοπυρπόληση.
Πρώτα συντελείται το τραύμα και μετά ακολουθεί η ντροπή. Τεράστιο ζήτημα. Και σήμερα ακόμα, μπορεί τα κορίτσια να ντρέπονται να πουν τι τους συνέβη στους γονείς τους.
Πόσο περισσότερο θα μπορούσε ν’ αντιδράσει στο έργο;
Μιλώντας.
Σύμφωνα με το κείμενο όχι μόνο δε μιλά, αλλά ούτε καν αντιδρά. Πάει να μιλήσει όταν βρίσκονται μπροστά στους δημοσιογράφους, αλλά την απομακρύνει ο πατέρας της. Τότε πια, είχε αυτοπυρποληθεί.
Πιο πριν, βίωνε το σοκ, την κακοποίηση, την ντροπή. Οπότε, πώς να μιλήσει; Δε νομίζω. Εκεί συνίσταται η πρόκληση.
Στο να μεταφέρεις, αν το επιλέξεις, ένα κείμενο…
… Στο σήμερα. Σήμερα δεν κυριαρχεί η ντροπή, και το ζήτημα της έμφυλης βίας συζητιέται ευρύτερα.
Το ηλικιακά νεότερο τμήμα των θεατών της παράστασης, πώς την αξιολογεί;
Πολλοί νέοι άνθρωποι αναρωτιούνται με ποιον ακριβώς τρόπο τους αφορά. Η κόρη μου, που είναι πολύ νέα, θα μου έλεγε πως θα μπορούσε να ανεβεί κι αλλιώς. Αν ξανανέβαζα το έργο, μπορεί να το «πείραζα».
Αλλά το συγκεκριμένο ανέβασμα ήταν συνειδητή απόφαση.
Μια θεατής σχολίασε την παράσταση λέγοντας, «Ελπίζω ότι δεν υφίσταται πια αυτό», υπονοώντας, μάλλον, το πλαίσιο εντός του οποίου εγγράφεται το κείμενο. Θα ήθελα το σχόλιό σας.
Είναι για μένα λίγο αμφιλεγόμενο αυτό που είπε. Σαν να υποστηρίζει, «Δεν υπάρχει πια έμφυλη βία, είναι παλιά». Ίσως δεν ξέρει αν καν υπήρχε ποτέ. Αλλά υπάρχει και παραϋπάρχει.
Πρόσφατη είναι, άλλωστε, η υπόθεση του Κολωνού (σημ.: η υπόθεση της 12χρονης, θύματος παιδοβιασμού και κυκλώματος τράφικινγκ). Και δε συνέβη σε κάποιο χωριό.
Άλλωστε και το κείμενο του Ποντίκα εκτυλίσσεται σε αστικό περιβάλλον.
Ναι, άλλα όλοι οι χαρακτήρες ήρθαν απ’ το χωριό. Μαζί με τα ζώα τους, κουβαλούν, επομένως, και μια νοοτροπία σχετικά με την γυναίκα και την θέση της.
Όλοι μας, όμως, προερχόμαστε από κάποιο χωριό. Άρα, η νοοτροπία για την οποία συζητάμε είναι γενικότερη, και ο Ποντίκας την είχε εντοπίσει.
Ωστόσο, έχουμε κάπως προχωρήσει ως κοινωνία σε σχέση με την διαχείριση του έμφυλου. Τουλάχιστον αναδεικνύεται στον δημόσιο λόγο με τρόπους που δεν υιοθετούνταν σε προγενέστερες δεκαετίες.
Στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ίσως.
Παγκοσμίως, όμως, είμαστε πολύ στάσιμοι ακόμη – και χειρότερα. Στην μισή ώρα που κουβεντιάζουμε, τριάντα γυναίκες έχουν σίγουρα υποστεί κάποια σεξουαλική κακοποίηση από τον πατέρα, τον αδελφό τους, ή κάποιον ξένο.
Σίγουρα συζητάμε για το έμφυλο, έχουν γίνει «άλματα», και κάποιο θεσμικό πλαίσιο τείνει να διαμορφωθεί, αλλά στην πράξη η πατριαρχία είναι ακόμα ανάμεσά μας. Δεν έχει «φύγει». Οπότε, το έργο του Ποντίκα είναι και στις μέρες μας επίκαιρο.
Τότε, ήταν ακόμα πιο επίκαιρο, αν και οι θεατές δεν μπορούσαν να το αντιληφθούν. Και τότε αναρωτιούνταν αν γίνονται αυτά τα πράγματα.
Είστε δασκάλα υποκριτικής. Πού εστιάζετε περισσότερο στο πλαίσιο της διδασκαλίας σας;
Θεωρώ τον εαυτό μου πρώτα δασκάλα και μετά σκηνοθέτρια. Κάθε χρόνο πραγματοποιώ στο εργαστήρι όπου διδάσκω ένα μάθημα το οποίο έχει τον τίτλο Η παλέτα των συναισθημάτων.
Δουλεύουμε πάνω σε ασκήσεις που ενεργοποιούν εξι συναισθήματα: λύπη, χαρά, φόβο, θυμό, έρωτα, αγάπη. Kάθε μήνα εμβαθύνουμε σ’ ένα συναίσθημα.
Είναι πολύ ενδιαφέρον το πώς αντιμετωπίζουν τα κορίτσια, στο πλαίσιο του μαθήματος, την σχέση τους με τον θυμό, πώς και αν τον εκδηλώνουν.
Ξέρεις, λοιπόν, τι συμβαίνει; Πολλά κορίτσια δυσκολεύονται να τον εκφράσουν, και ο θυμός τους καταλήγει να εκδηλώνεται μέσα από το κλάμα. Όταν, όμως, αρχίζεις να κλαις, γίνεσαι θύμα, άρα πολύ πιο ευάλωτος.
Τα κορίτσια έχουν μάθει να παραπονιούνται παρά να θυμώνουν. Δε θεωρείται ευπρεπές. Κι αν ο άντρας δε θυμώνει, δεν είναι άντρας.
Μακάρι, βέβαια, να ζούσαμε σε κόσμο χωρίς, βία, θυμό, πολέμους. Από τη στιγμή, ωστόσο, που όλα αυτά υπάρχουν στην κοινωνία και στον άνθρωπο, χρειάζεται να τα αναλύουμε και στο μάθημα.
Πάντως, οι γυναίκες και πιο διεκδικητικές έχουν γίνει και έχουν μάθει να εκφράζουν τις ανάγκες, τις επιθυμίες τους, τις αρνήσεις τους, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Και το χαίρομαι.
Κι εγώ. Θα ήθελα όμως, ως άνθρωποι να μη θυμώναμε. Σε έναν τέλειο κόσμο, θα ήθελα να μιλάμε και να μπορούμε να διαφωνούμε χωρίς να «πλακωνόμαστε».
Γι’ αυτό και ολοκληρώνω τα μαθήματα αναλύοντας το συναίσθημα της αγάπης. Όχι με την χριστιανική έννοια. Πιο πολύ με την βουδιστική.
Είμαστε μαζί, και μπορούμε να λύσουμε όλα τα προβλήματα από κοινού αν είμαστε ανοιχτοί, χωρίς να παρεμβάλλεται το τεράστιο «εγώ» που εμπεριέχει τον θυμό.
Πολύ γενναιόδωρη αντίληψη απέναντι σε εαυτούς και αλλήλους.
Το θέατρο είναι μια προσφορά, ένα δώρο. Το δίνουμε, κι οι άλλοι μας το ανταποδίδουν. Όχι με το χειροκρότημα, αλλά μέσω της ενέργειας που εισπράττουμε.
Ζούμε την θεατρική εμπειρία μαζί. Βρισκόμαστε όλοι στον ίδιο χωροχρόνο. Προκειται για κάτι μυστικό, σχεδόν μυστικιστικό.
Υπό την ιδιότητά σας ως δασκάλας υποκριτικής επί πολλά χρόνια, πώς βλέπετε τους νέους ανθρώπους της εποχής μας;
Οι νέοι άνθρωποι σήμερα είναι πιο ανοιχτόμυαλοι, ιδεαλιστές και γενναίοι. Αγχώνονται και φοβούνται, όμως, και πολύ περισσότερο για το μέλλον.
Θέλω, λοιπόν, να τους βοηθήσω ώστε να μην πέσουν στην «άβυσσο» της κατάθλιψης.
Να μάθουν θέατρο, και να μάθουν να ζουν μέσα από αυτό, ως καλλιτέχνες.
Ευχαριστώ την Μαίρη Πρασίνου (Θέατρο Επί Κολωνώ) για την πολύτιμη συμβολή της στον προγραμματισμό της συνέντευξης με την Ελένη Σκότη.
Ευχαριστώ, επίσης, την σκηνοθέτρια για την φιλοξενία στο Θέατρο Επι Κολωνώ, καθώς και για την παραχώρηση της φωτογραφίας της.
Πηγή: Ιωάννης Κοντός, poli-k, 23/02/2024