Νέα Υόρκη, ποτοαπαγόρευση, μαφία, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, φιλοδοξία, οικογενειακοί δεσμοί, έρωτας και έγκλημα. Από το πρωτότυπο βιβλίο του Armitage Trail, του 1930, έως την ταινία σε σκηνοθεσία Χάουαρντ Χωκς το 1932, μέχρι τον “Σημαδεμένο” του Ντε Πάλμα το 1983, οι αποστάσεις είναι μεγάλες αλλά εν έτει 2023, η ιστορία του Τόνυ, δεν παύει να εμπνέει και να διατηρεί το ενδιαφέρον.
Ο Johnny O, μεταφέρει στην θεατρική σκηνή την ιστορία του Τόνυ, με προφανή την επήρεια της αισθητικής του βωβού κινηματογράφου, αλλά και μερικά στοιχεία βωντβίλ στο κομμάτι της σκηνοθεσίας. Η ιστορία του Τόνυ, περιορίζεται αναφορικά με την πλήρη αφήγηση της ταινίας, και σεναριακά απλοποιείται η τραγική ειρωνεία του ήρωα του Trail, ενός στρατιώτη, που δηλώθηκε νεκρός, επιστρέφει αγνώριστος στους οικείους του λόγω του σημαδεμένου του προσώπου, σύντομα γίνεται από τους πλέον διαβόητους γκάνγκστερ και βρίσκει τραγικό θάνατο, όταν η ίδια του η αδελφή τον κατηγορεί για τον φόνο του αγαπημένου της. Ο Johnny O, αναδεικνύει την φιλοδοξία και την βία των χαρακτήρων, ενώ ανακηρύσσει απόλυτο νικητή σε αυτή την αναμέτρηση μεταξύ αντρών, την Μπετυ καλλιτέχνη και ερωμένη αρχικά του Τζουζέπε και κατόπιν του Τόνυ, μετά τον οποίο αποκτά όλη την εξουσία.
Η αισθητική της παράστασης ως προς τα σκηνικά-κοστούμια και μακιγιάζ (Αντώνης Νομικός) είναι ενιαία και πάρα πολύ ενδιαφέρουσα. Ειδικά τα δισδιάστατα σκηνικά αντικείμενα, αντιπροσωπευτικά ενός χώρου ή μιας δράσης, κυρίως η μινιμαλιστική απεικόνιση της φυλακής, αλλά και το τραπέζι/γραφείο/σκηνή υποστηρίζουν την έντονη σκηνική δράση και τις γρήγορες αλλαγές που ακολουθούν τον καταιγιστικό ρυθμό. Οι φωτισμοί όμως δεν αναδεικνύουν τα σκηνικά αυτά αντικείμενα, κατά την υποφαινόμενη θα χρειαζόταν μεγαλύτερη εστίαση, για να αναδειχθεί αυτός ο ασπρόμαυρος κόσμος. Επιπρόσθετα, υπάρχει κατά διαστήματα προβολή από προτζέκτορα, η συνθήκη αυτή από μόνη της δημιουργεί ένα πλαίσιο δραματικής λειτουργίας που θα μπορούσε να συλλειτουργήσει φωτιστικά. Τα δραματικά κάδρα είναι σαφή τόσο σκηνικά όσο και ερμηνευτικά, εκτός μια σκηνή που είναι ταυτόχρονα τόσο αστεια όσο και ευφυής, η χορογραφία στην φυλακή, μια αναφορά στην επιτυχία του Πρίσλεϊ, υπό τους ήχους του Μάικλ Τζάκσον.
Όλοι οι ερμηνευτές είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους, με καταφανή άνεση τόσο τεχνικά όσο και καλλιτεχνικά. Θα ξεχωρίσω κάποιες σκηνές γιατί είναι κόντρα στους χαρακτήρες από σύστασης τους, και μας μεταφέρονται θαυμάσια: η ερωτική συνεύρεση Πίπο (Γιώργος Ντούσης) και Τζουζέπε (Αλέξης Βιδαλάκης), η πρώτη γνωριμία της Μπέτυ (Μαρία Μπαλούτσου) και του Τόνυ (Johnny O), το φλερτ μεταξύ αστυνομικού (Βασίλης Καζής) και της αδελφής του Τόνυ (Χριστίνα Δενδρινού), και η πρώτη σκηνή της μάνας του Τόνυ (Εύη Κολιούλη) στην λάντζα, λίγο πριν “φροντίσει” το σώμα του άτυχου πελάτη του εστιατορίου. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία που επιτυγχάνεται χάρη στην επισταμένη χρήση του γκροτέσκο, δηλαδή, ο λόγος που γελάμε σε μια σκηνή που μοιάζει εξαιρετικά με το “κεραμιδαριό” από την ταινία “Το κλάμα βγήκε απ’ τον Παράδεισο”, είναι η απόλυτη υπερβολή. Εντούτοις, αναπαράγοντας την αισθητική του βωβού κινηματογράφου άθελα μας μπορεί να αναπαράξουμε στερεότυπα προβολής του φύλου ή των ατόμων με αναπηρία που εν έτει 2023, επιδιώκουμε να ανατρέψουμε, αν δεν έχουν ήδη ανατραπεί.
Πηγή:Νάγια Παπαπάνου, boemradio.gr